Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η δόξα στο Μισολόγγι

(1826‒1926)

Στ’ αλατόσπαρτα ζεις αφρολουλούδια, Γη, σα νιόβγαλτη από τα σταλωμένα σπλάχνα της ρηχοθάλασσας που τρέφει πλούσια τα ψάρια.

5 Και γίνονται καθρέφτες τα ιλαρά σου νερά, ωραιότερα μέσα τους να βλέπουν λυγερές, ηλιογέρματα, φεγγάρια, τα πρόσωπά τους.

Οι πριές σου, βραδιανές ψαρεύτρες, κάνουν 10 τη λίμνη σου στερέωμα νυχτοπλάνο στα πανιά σου ο μαΐστρος σου λαχτάρα και στα παιδιά σου.

Η ελιά σου, κι ας τη λάβωσε του Αράπη το τσεκούρι, για σε καρπερή πάντα, 15 περήφανη κι η που έγινε ψωμί σου φτωχή αρμυρήθρα.

Θαλασσινών, γραμματικών, κουρσάρων, Γη, φωλιά εσύ, χωσιά, πνοή, πατρίδα, και με του Αφρικανού και με του Φράγκου 20 τα περιγιάλια

γνωρισμένη πελαγοταξιδεύτρα, ύστερα μέσα στη νυχτιά του σκλάβου γελασμένη απ’ το Μόσκοβο, απ’ τον Τούρκο φωτοκαμένη,

25 με το λαμπύρισμά σου φουντωμένο, Γη, ματιά στο περπάτημα του Γένους, έξαφνα πώς ξανοίγεσαι κορόνα του ρήγα Αγώνα!

Ο Ζυγός και η Βαράσοβα και οι βίγλες 30 κορφές μακριάθε που σε παραστέκουν· τα βουνά τα ψηλά να ειπούν ταιριάζει, Γη, την αντρειά σου.

Να ειπούν το φράχτη σου άπαρτο, τις τάπιες σου εφτάψυχες, τα καλύβια σου κάστρα, 35 τις ταπεινές σου πάσαρες, αρμάδες που δεν ψηφούσαν,

να ειπούν πως κράχτες σου είχες τα λαγούμια, τις γυναίκες σου, αντρών άρματα ζωσμένες, της Λευτεριάς, μες στων παιδιών τα χέρια 40 τις πέτρες σου, όπλα,

την Κλείσοβα που ανάστησε το Σούλι, πρωτοστάτες αγγέλους σου τους ξένους, τους ψαράδες σου απόστολους γραμμένους για νέα Βαγγέλια!

45 Γη μοιρόγραφτη, πάνε εκατό χρόνια. Πώς τη δαρμένη κράτησες Ελλάδα στο λυγισμένο το κορμί σου απάνου, Γη στοιχειωμένη,

και καθώς με το βάρος της βροντώντας 50 έπεσες, πώς υψώθηκες να πάρεις το φύσημά σου και το ανάσασμά σου στους ουρανούς μου!

Προτού σταθώ σ’ εσέ, στου νησιού μου, έρμου, στάθηκα την ολόμαυρη τη ράχη 55 με λίγα της χορτάρια απ’ την ερμιά του στεφανωμένη.

Μα τ’ αστραπόβροντο όταν του χαμού σου του απίστευτου με τράβηξε σ’ εσένα, όπου έστεκες, ερμιάς ούτε μαυράδια, 60 μήτε χορτάρια.

Σημάδι σου κανένα. Σα να σ’ είχεν αλλού μυστική ανάληψη καλέσει, πέρα ώς πέρα, παντού, στα χώματά σου φως, φως, πλημμύρα!

65 Από το φως αυτό στου κοντυλιού μου την άκρη πήρα κι έσκυψα να γράψω, χάραξα έν’ όνομα, είπα στους αιώνες, ΤΟ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ!

Μούσα των τραγουδιών! Ω! τα βλαστάρια 70 τ’ άγρια στους κάμπους και στα καταράχια! Σκλαβιά και αρρώστια αγνάντια τους της χώρας τα περιβόλια.

Μούσα των τραγουδιών! Τα νέα κορμιά τους η αρχαία ψυχή τ’ ανάβει των Ομήρων, 75 σαν πρόσωπα είναι, ζουν, τρεμοσαλεύουν, είναι σα χέρια·

Μούσα των Πανελλήνων, ταιριασμένη με του σοφού ρυθμού το βήμα, γίνε ψαλμός εσύ στην εκατοχρονίτρα 80 της Γης μου χάρη·

Ψάλε πάλι: «Καημένο Μισολόγγι, δαρμός, κλαημός και μοιρολόι σε λένε. Πώς κλαίτε, μάνες για παιδιά, για μάνες παιδιά πώς κλαίνε!

85 —Δεν κλαίμε εμείς το σκοτωμό, εμείς κλαίμε το σκλαβωμό. Α! το βράδυ του Λαζάρου Πατρίδα, ποιός θ’ αδράξει από τα νύχια κι εσέ του Χάρου;

Χριστέ, για τους πιστούς σου ξημερώνει 90 χαροποιά η γιορτή σου η βαγιοφόρα, τρυπάν εμάς τα καρφιά του Σταυρού σου, Χριστέ, από τώρα!

Τα καράβια μας πάνε, τα νησιά μας πατημένα, και η πείνα η Λάμια… ακόμα 95 μολεμένοι από σάρκα… Θεέ! Τρομάρα! Βουβάσου, στόμα!…

Ανοίχτε κι οι εκκλησιές, δακρύστε, εικόνες, κατάσταυρα όλες μάς χτυπάν οι μπόρες… Του κόσμου τ’ αποπαίδια εμείς; Περνάνε 100 κι οι μέρες κι οι ώρες…

Μα δεν περνάμ’ εμείς γειρτοί ραγιάδες! Εμπρός! Ορθοί! Με το σπαθί στο χέρι! Μπροστά οι γέροι, κατάμεσα οι γυναίκες, ελάτε, οι γέροι,

105 κι οι λαβωμένοι κι οι άρρωστοι κι όσοι ήρωες και ζωή και τάφο γη δε θέλετ’ άλλη, το δαυλί σάς αγιάζει του Δεσπότη και του Καψάλη.

Τα γιοφύρια; Γκρεμός. Και τα παιδάκια; 110 Πνιμός. Οι δρόμοι από παντού πιασμένοι του γλιτωμού. Η σφαγή… ο χαμός… η φλόγα… Ψυχή δε μένει.

—Μούσα των Πανελλήνων, η θυσία μένει και από την τέφρα της το Γένος 115 για νέα γραφτά, κι Εσύ για νέα τραγούδια. Κι η αθανασία!

Γη, τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν, άστρα που πέφτουν και που σβήνουν, άστρα 120 που τρεμοφέγγουν,

πλανήτες, φωτοσύγνεφα, κομήτες, φώτα χλωμά και φώτα θάμπωμα, ήλιοι, πες τα μαργαριτάρια και χρυσάφια, πες τα διαμάντια.

125 Μα Εσύ, ρουμπίνι απ’ τους αχνούς δεμένο μαρτυρικών και ηρωικών αιμάτων! Στον ουρανό της πλάσης καθώς είναι του πόλου το άστρο,

του πόλου το άστρο εσύ στους ουρανούς μου, 130 της Δόξας δόξα, ω Γη! Το Μισολόγγι! Κι οι με ονόματα μύρια γνωρισμένοι κόσμοι μου που είναι

κι οι από σπαθιού καταχτητές, και οι δάφνες των πολεμάρχων οι αιματοθρεμμένες, 135 κι οι Αλέξαντροι κι οι Εφτάλοφες και οι Νίκες και οι Σαλαμίνες,

και με τις ιστορίες οι Πολιτείες και στόματα χρυσά και οι Κυβερνήτες κι οι Ηράκλειτοι του Λόγου και της Τέχνης 140 παντού κι οι Αισχύλοι,

ανήμποροι όπως κι αν σταθούν μπροστά σου, και με μιας τρίχας ίσκιο να θολώσουν την ξεκομμένη απ’ του Κυρίου την όψη φεγγοβολιά σου.

145 Μισολόγγι! Χαρά της ιστορίας, Γη επαγγελμένη! Πάνε εκατό χρόνια, κι ας πάνε. Η θύμηση άχρονη μπροστά σου θα γονατίζει.