Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Μπάιρον

(1824‒1924)

Εκατό χρόνια πέρασαν. Δεν πέρασες. Μιλεί για σε η κλαγγή του χρυσαϊτού κι η αναπνοή των κρίνων. Στων Πιερίδων τους ναούς και θρόνοι και βωμοί για σένα, και στη μνήμη των Ελλήνων.

5 Όπου έκλεισες τα μάτια σου, στη θύμησή μου ακόμα ξένων ανθρώπων ερχομούς και λατρεμούς κρατώ στην πέτρα που σ’ ανάπαψε, στο που πάτησες χώμα· η πέτρα ήταν προσκύνημα· το χώμα φυλαχτό.

Και πρόφτασα και το φτωχό βαρκάρη σου που, ω Λάρα, 10 στη βάρκα του, όταν ο μαΐστρος μ’ ένα του φιλί στη ρηχοθάλασσα έσπερνε μια σιγαλή λαχτάρα, Λάρα, θα σου ξαστέρωνε τη σκέψη τη θολή.

Για σε άκουαν και σε συλλογή πέφταν οι νέοι, κι οι γέροι το πρόσωπο είχανε, για σε μιλώντας, χαρωπό. 15 Και δέσποινας διαβατικής φίλησα εκεί το χέρι, της Αθηναίας νεράιδας σου· Ζωή μου, σας αγαπώ!

Γυναίκα εγώ την έβλεπα, κι εκείνη ήταν η Μούσα! Μιας χάρης την παράστεκε κρυφής φεγγοβολιά, και να μαντέψω, αμάθευτο παιδάκι, δε μπορούσα 20 ποιά η δόξα γύρω που έλαμπε στα ολάσπρα της μαλλιά.

Γερμένη ακόμα η χώρα από το μόλυσμα του Αράπη με τ’ όνομά σου υψώνοταν, Μαγιάπριλου χαρά, σα να ξαναζωντάνευε και ξωτικιά μια αγάπη του κάστρου τα χαλάσματα, της λίμνης τα νερά.

25 Όταν του ηλιοβασιλεμού χυτή πλατιά η πορφύρα στη λιμνοθάλασσα, πλατιά την κάνει ζωγραφιά, η ζωγραφιά βαστάει σαν κάτι από δική σου κλήρα κι απ’ την αιματοστάλαχτη του στίχου σου ομορφιά.

Και τ’ όνομά σου το φορεί κορόνα του ο καιρός σου. 30 Για σε κι ο Αισχύλος Βρετανός τον έπαινο λαμπρό τονίζει· Δύση, Ανατολή, κάθε χορδή ψαλμός σου. Στ’ αχνάρια σου των ποιητών πώς σέρνεις το χορό!

Από το γάμο που έδεσε με την αρχαία Ελένη το γόη το μεσαιωνικό του νέου καιρού ο Σοφός 35 γεννήθηκες, κι η εικόνα σου βαλμένη αϋλωμένη πνέει στης ιδέας το φως.

Και νά κι εκείνοι που λοστό το κάνουν το κοντύλι το κριτικό για να σε ρίξουν, είδωλο στητό σα ριζωτό στο βάθρο σου, κι οι Αρίσταρχοι, κι οι Ζωίλοι, 40 κι η κακή γλώσσα, και ο κριτής και ο νους, και το ερπετό,

Δαυλό σε λεν, καίεσαι, καπνός, και σε σκορπάει τ’ αέρι, στιγμής μετέωρο, ξάφνισμα μιας ορασιάς γοργής… Όχι! Είσ’ εσύ στα μάτια μας και της νυχτός το αστέρι και τ’ άστρο της αυγής.

45 Ο δεκαπεντασύλλαβος ρυθμός που είν’ εδώ πέρα και βήμα ηρώων και της λατρείας το χάιδεμα, ουρανός για σε ας γενεί του τραγουδιού! Γλυκύτερος, Πατέρα, δεν είναι από το φέγγος σου για μας ο αυγερινός.

Σ’ εσέ του Αρχίλοχου η χολή και της Σαπφώς η φλόγα, 50 της βιβλικής σου χώρας ο οίστρος ο σαιξπηρικός, άμοιαστης Μούσας βύζαξες τρικυμισμένης ρώγα, στη γη μας ήρθες θεόσταλτος Τυρταίος ρομαντικός.

Πώς αλαλάζει το άσμα σου το κύκνειο και πώς κλαίει, και νεκρολούλουδο και δάφνη φουντωτή μαζί. 55 Κι αν έπαψε τον έρωτα σ’ άλλες καρδιές να εμπνέει, πώς με τον έρωτα η καρδιά σου όλο ποθεί να ζει!

Δαρτέ Μανφρέδε απ’ τον καημό της μυστικής σου Αστάρτης, Αρόλδε από της Βενετιάς δεμένε το φιλί, στη χλόη του Μάρτη Λαός ραγιάς, του Λόγου η βρύση, αντάρτης 60 ξυπνάει και σε καλεί.

Δον Ζουάν, κι οι σαϊτιές σου, Γκιαούρ, κι οι αμαρτωλοί σου βόγκοι πολέμου σάλπιγγα, καριοφιλιού βροντολαλιά! Της νέας Ελλάδας δέξου τον καρδιά στο Μισολόγγι σκλάβο σου τον ασκλάβωτο της Λύρας Βασιλιά.

65 Όχι, δε σ’ έσπρωξε σ’ εμάς τυφλή της τύχης ώρα, πελάου που μια χύνοντ’ εμπρός, μια φεύγουν τα νερά, στα χέρια της κρατώντας σε θεία χάρη τροπαιοφόρα προς ριζικά απροσδόκητα σου ανοίγει νέα φτερά.

Δεν ήρθες με του τραγουδιού σου τον ωραίο θυμό· 70 ήρθες την ίδια σου ζωή στης ιερής θυσίας να φέρεις το βωμό, κι αν έζησες Διόνυσος, ξεψύχησες Μεσσίας.

Εκατό χρόνια πέρασαν. Δεν πέρασες. Και ζεις με των αϊτών το πέταγμα και με των άγριων κρίνων 75 την ευωδιά, στο λυρισμό, στη σκέψη, στης ψυχής τα πάθη, και στη δόξα των Ελλήνων.