Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ύμνος


Του ωραίου προσώπου η δύναμη πώς με κεντρίζει εμένα!
Σαν τη χαρά του δεν είναι στον κόσμο τίποτ’ άλλο.

Michelangelo («Ποιήματα»)

(Γητέματα ολοτρόγυρα τα κίτρινα ρημάδια, τα γλυπτικά βουνά, οι ελιές οι ασημοκαπνισμένες).

Το πρόσωπο, το πρόσωπο, το πρόσωπο! Γιά πέστε, σε ποιάν αυγή, σε ποιά βραδιά, στο μάργαρο ή στο ρόδο, 5 να βάψω το κοντύλι μου για να το ζωγραφίσω; Το πρόσωπο, το πρόσωπο, το πρόσωπο, γιά πέστε! Κι αν του χαράξω ολόγυρα τη μέρα με τον ήλιο, τ’ άστρα θα παραπονεθούν, η νύχτα θα χολιάσει· κι αν πάω να παρακαλεστώ της νύχτας να βοηθήσει, 10 πώς να προσβάλω εγώ το φως, τί να της πω της μέρας;

(Της θάλασσας ολόβαθα το πλανερό το γέλιο, τα σιγαλοπερπάτητα στοχαστικά σκοτάδια…)

Το πρόσωπο, το πρόσωπο, το πρόσωπο, γιά πέστε, συλλογισμένο στέκεται και με τη συλλογή του 15 τα νιάτα ζούνε γύρω του κι αναγαλλιάζουν τ’ άνθια. Το θάμα ηδονοστάλαχτο χαμογελά, κι απάνου το βλέπουνε τα σύγνεφα και γίνονται βροχούλα με τη λαχτάρα την κρυφή, με την τρελήν ελπίδα να φτάσουνε στο στόμα του δροσιά, να τα ρουφήξει.

20 (Μα είν’ ένα το υπέρτατο γήτεμα· σαν προβαίνεις ακέρια εσύ και ιδεατή του γύρω κόσμου εικόνα).

Το πρόσωπο, το πρόσωπο, το πρόσωπο! Γιά πέστε, ποιού τραγουδιού να βρω σκοπό για να το τραγουδήσω, ποιό μέτρο από την τέχνη μου στεφάνι να του κόψω; 25 Παρακαλούν οι στίχοι μου και οι ρίμες μου μαλώνουν και του χορού τα χαρωπά γυρίσματα φρενιάζουν, και δέρνονται, βαριά βογκάν τ’ άγρια τα μοιρολόγια, και οι δεκαπεντασύλλαβοι λεβέντες περιμένουν, και οι λιγωμένες οι στροφές κι οι ωδές οι μανιωμένες, 30 και στ’ ασημένια σας κλουβιά, σονέτα, κελαηδάτε, κι εσείς, εξάμετροι επικοί, με το βαρύ το βήμα, κι η λύρα με τον έρωτα, το δράμα με το πάθος, κι όλα της ποίησης τα πουλιά κι όλα της τέχνης τ’ άξια κοπάδι λυγερόφωνο στο πρόσωπο ειναι γύρω, 35 και καρτεράνε πρόστασμα και χάρη ζητιανεύουν, ποιο να βρεθεί στο στόμα του και ποιο στο μέτωπό του, ποιο στα μαλλιά του να κρυφτεί και ποιο να τα χτενίσει και ποιο τα κρινομάγουλα να τα γλυκοφιλήσει και ποιο να γίνει χάιδεμα στο χνουδωτό του αχείλι, 40 και ποιο μέσ’ απ’ τα μάτια του το φως του να βυζάξει νύχτα γιομάτο από τον κάτου κόσμο σα να βγαίνει, και ποιο να γίνει γέλιο του και ποιο γαργάλισμά του κι ανάμεσα στα φρύδια του ποιο να σταθεί σαν έγνοια και ποιο γλιστρώντας να βρεθεί το τρισευτυχισμένο, 45 θησαυριστής μες στη σπηλιά του φουντωμένου κόρφου.

(Στα χέρια σάμπως να κρατάς της μοίρας το δεφτέρι και την αιωνιότητα σε μια στιγμή δεμένη).

Το πρόσωπο, το πρόσωπο, το πρόσωπο. Γιά πέστε, κι απάνου σε ποιό μάρμαρο, και σε ποιό φύλλο απάνου, 50 σε ποιό κερί, ποιό ελέφαντα, ποιό μάλαμα, ποιό σμάλτο, ή απάνου σε ποιό σύγνεφο του πόνου και του ονείρου να το σκαλίσει ο ποιητής το πρόσωπο; Γιά πέστε.

—Γητέματα ολοτρόγυρα τα κίτρινα ρημάδια, τα γλυπτικά βουνά, οι ελιές οι ασημοκαπνισμένες, 55 της θάλασσας ολόβαθα το πλανερό το γέλιο, τα σιγαλοπερπάτητα στοχαστικά σκοτάδια. Μα είν’ ένα το υπέρτατο γήτεμα, σαν προβαίνεις, ακέρια εσύ και ιδεατή του γύρω κόσμου εικόνα, στα χέρια σου αλαφροκρατάς της μοίρας το δεφτέρι 60 και την αιωνιότητα σε μια στιγμή δεμένη.