Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο ζωγράφος Λάζαρος


«Ταῑς δέ θείαις εἰκόσιν ὁ τύραννος ἀπεχθανόμενος, ἔσπευδε πάντας ζωγράφους ἐξ ἀνθρώπων ἀφανίσαι… Πρός τοῑς ἄλλοις δέ συγκατεσχέθη καί ὁ μοναχός Λάζαρος, περιβόητος τηνικαῡτα κατά τήν ζωγραφικήν ὑπάρχων τέχνην… Ἐκέλευσε πέταλα σιδηρᾶ ἀπανθρακωθέντα ταῑς παλάμαις αὐτοῡ ἐπιτεθῆναι…»

Κεδρηνοῡ («Σύνοψις Ἱστοριῶν»).

Ήρωα κι εσύ Βυζαντινέ της γνώμης και της πίστης, θωριά κερένια, πύρινη ματιά, μέτωπο φέγγος, έργο σου τ’ άγιο κόνισμα. Λάζαρος τ’ όνομά σου, στ’ άσαρκα χέρια σου φιλώ του παιδεμού τ’ αχνάρια, 5 τα χέρια σου από τα καρφιά που σ’ τα τρυπήσαν τίμια, κι από το ματοστάλασμα τα χέρια σου είναι ρόδα. Του εικονομάχου βασιλιά κατατρεμέ, ζωγράφε, λιόγερμα θα ’κανα λαμπρό με το αίμα σου το στίχο, και με τη θεία σου έκσταση ταξιάρχη το τραγούδι, 10 ο στίχος θά ηταν προς εσέ, για σένα το τραγούδι. Ω ταπεινέ και αλύγιστε, της Παναγιάς Παρθένος προσκυνητή ομολογητή, και πλάστη με το χρώμα και της εικόνας μάστορα στου ψαλτηριού το φύλλο και στο ψηφί της εκκλησιάς!— Ρηγάδες, δεσποτάδες, 15 χρυσόβουλα, σαλπίσματα, και κράζουν και προστάζουν: —Από τα τέμπλα βγάλτε τα και σβήστε από τους θόλους και τους χορούς τω’ Χερουβείμ και των αγίων τις όψες. Πνέμα είν’ ο Παντοκράτορας, είν’ ο Ιησούς αχτίδα, και η γλύκα των αρχάγγελων η Παναγιά η Παρθένο. 20 Σταυροί, ουρανοί… μυστηριακές, άυλες πηγές και φλόγες, κι άθεες οι τέχνες που κοιτάν και αντίχριστα τα χέρια κι ειδωλολάτρες οι άνθρωποι σαν πολεμάνε πάντα, σωματικά και ακάθαρτα και μισερά και ψόφια, όσα αζωγράφιστα, νοητά, θεία, υπεράνθρωπα όσα 25 να τα μολέψουν γράφοντας και σάρκα δίνοντάς τους.— Μα εσύ, ζωγράφε Λάζαρε, με ασκητικό φως άλλο, με της ψυχής το ανάβλεμμα, με του λαού τη σκέψη, με της γυναίκας την καρδιά, με την ταπεινοσύνη που υψώνετ’ έξαφνα πνοή και πάει προς τον αιθέρα, 30 στάθηκες κι αντιστάθηκες κι έγινες κάστρο και είπες, ένας εσύ, για όλους εσύ, κι είπες εσύ — τί να είπες; Τίποτε. Βασιλιάς κι εσύ στο γαληνό σου θρόνο, την Υπεράγια την Κυρά σιγά και πάντα πλάθεις γερμένος προς το έργο σου και με τη χάρη σου όλη, 35 την Υπεράγια την Κυρά με το Μονογενή της δείχνεις του κόσμου ασκέπαστα, κι αμίλητος και ξένος, κι ο κόσμος γύρω σου ερημιά, δε φτάνει να σκορπίσει τη μυστική σου μοναξιά, κι οι ανθρώποι αγνάντια σου ίσκιοι. Του εικονομάχου βασιλιά κατατρεμέ, ζωγράφε, 40 μα δουλευτής πάντα, παντού, πλάθεις εσύ, όλο πλάθεις την Υπεράγια την Κυρά με το Μονογενή της, και μέσ’ από τη φυλακή χαράζεις και μοιράζεις αντίδωρα κονίσματα και φυλαχτά αντιστύλια, και το κοντύλι σου ιερό, θαματουργά σου τα έργα. 45 Συντρίβουν το κοντύλι σου και σου τα καίνε τα έργα, κι εσύ, ζωγράφε, αστέρευτη χρυσοπηγή και τρέχεις, και κάτου από τα χέρια σου τα πλαστουργά φουντώνει πάντα Υπεράγια και η Κυρά με το Μονογενή της. Ο εικονομάχος βασιλιάς λυσσομανά, προστάζει:

50 —Στη φυλακή τα χέρια του κι ας τα σφυροκοπήσουν, τα χέρια του στη φυλακή καρφιά κι ας τα τρυπήσουν!— Μα εσύ και με τα χέρια σου τα σφυροκοπημένα, μα εσύ και με τα χέρια σου τα τρύπια, και τον τόπο και τον καιρό υποταχτικούς τούς κάνεις, πάλε πλάθεις 55 την Υπεράγια την Κυρά με το Μονογενή της. Σαν τα βασανισμένα σου χέρια το πλάσμα σου είναι ρόδο, του αιμάτου στάλασμα, σαν την κερένια σου είναι θωριά, και σαν το μάτι σου και σαν το μέτωπό σου, της τέχνης της βυζαντινής εικόνα και κορόνα. 60 Απ’ τη φωτοκαμένη γη τη μαύρη έτσι φυτρώνει, δροσιά της γης, του κοπαδιού πλούσια τροφή, το χόρτο.

Γίνηκε η σκέψη μου κιβούρι για να κλείσει μέσα τ’ άγιο σου λείψανο, ήρωα της γνώμης και της πίστης. Κοιμήσου. Ο στίχος μου για σε, για σένα το τραγούδι. 65 Μα το τραγούδι μου κρατά και ο στίχος μου για πάντα στου αγέννητου τ’ απέραντα μιαν ομορφάδα ακέρια.