Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο Λυτρωτής


Τα τραγικά να με κοιτούν της Μήδειας είδα μάτια.

ΈρμοναςΑργώ»)

Πανάρχαιε μέσα στους αρχαίους, πρώτος εσύ μπροστά μου σαλεύεις, ήρωα των ηρώων, γιατί αθηναίος είσαι, το δούλεμα, ίσκιε άπλαστε, της τέχνης μου προσμένεις που θα σε κάμει κόνισμα, που θα σε κάμει πλάσμα.

5 Του λογισμού και των πολέμων η Αθηνά δεν ήρθεν ακόμη τη γυμνή Αττική με φόρεμα να ντύσει πλεμένο από της ομορφιάς κι απ’ της σοφίας τα χέρια. Στην κυματούσα απάνου γη την κοντυλογραμμένη δεν είναι η ποίηση ναός, μηδέ παλάτι η σκέψη· 10 σπόρος ο λόγος άσπαρτος, και η δόξα που θα κάμει τα σαλαμίνεια τα νερά σαν τ’ ουρανού τα πλάτια, δεν είν’ ακόμα ούτ’ όνειρο. Μα φορεσιά από φλόγα και μέσ’ από το διάφανο του αέρα θείου διασίδι για τους πρωτόγονους Κραναούς η αχτίδα του ήλιου υφαίνει, 15 βράχια και πάθια με τη φλόγ’ αυτή και ζουν και βράζουν. Κι από τον ήλιο πιο πυρή νά η φαρμακεύτρα η ξένη νά την η οχιά που μάγεψε το γερασμένο ρήγα και το κορμί του απόλιωσε, φρένιασε την ψυχή του. Νά η φάγοσσα η κολχιδική, της αστραπής η γέννα 20 και των αιμάτων η θρεφτή. Το πρόσωπό της άστρο κι ο στοχασμός της άβυσσο. Νά η Μήδεια με τα χέρια, νά η Μήδεια με τα μαγικά, να η Μήδεια με τα χέρια που γγίζουν και σπαράζουνε, χαϊδολογάν και σφάζουν και ξένους και τα σπλάχνα της. Και πίσω της δεμένη, 25 σερμένη από τη φτέρνα της κι από τ’ ανάβλεμμά της προς μια θυσία που πάει ν’ αρχίσει και που δεν αρχίζει, για να την κάνει πιο σκληρή το χέρι που τη δίνει, θύμα χρυσοστεφάνωτο, μια πολιτεία. Μα νά τος! Μα νά ο ξανθός με τη στολή της κόρης, με την όψη 30 της κόρης, με το ρόπαλο, που μοναχά του Αλκίδη, του δαμαστή και δικαστή, και βασιλιά των άθλων κι όλων των απ’ ανατολής και δύσης αντρειωμένων, τα χέρια εκείνου μοναχά και τα δικά του χέρια το ακράταγο το σύνεργο μπορούν και το κρατάνε.

35 Νά τος ο γιος ολάνθιστος του γερασμένου ρήγα, θεόσπαρτος, θεόσταλτος, ήρωας καρτερεμένος, της πολιτείας ο λυτρωτής κι ο ρυθμιστής. Καλώς τον. Το επαγγελμένο του σπαθί στη ζώνη του κοιμάται, σήκωσε πέτρ’ ασήκωτη ριζιμιά και το πήρε. 40 Της χώρας τ’ αλυσόδεμα πιο βαρύ κι απ’ την πέτρα, κι απ’ όλους πιο βαριά δετός ο γερασμένος ρήγας, κι εσύ, Καλέ, τροπαιοφόρε, ο γοργολύτης όλων. Το επαγγελμένο σου σπαθί ξυπνά, γυμνό πετιέται, και θάμπωμα είν’ η λάμψη του και κάρφωμα η θωριά του. 45 Τι απάνου στο λεπίδι του και σαν αερογραμμένα, κι απ’ άλλα μάτια αθώρητα, φανερωμένα μόνο μες στα υπερούσια τραγικά της κακομάισσας μάτια, μαύρα και πύρινα και αχνά και κρεμεζά και μπλάβα, τρεμοσαλεύουνε στοιχειά, φοβέρες ξεχωρίζουν, 50 όλα τα περασμένα σου και τα μελλόμενα όλα, πάλεμα και κατόρθωμα, στεριάς και πέλαου στράτες, και των κακούργων οι θυμοί και οι λύσσες των τεράτων, και των πεντάμορφων της γης οι κόρφοι και τα σκέλια και οι Μέδουσες που αψήφησες, κι η Ελένη, αμάλαγο άνθος, 55 το πρωτομάλαξες εσύ, κι η ονειρευτή Αριάδνη, στης μυριοστριφογύριστης μονιάς τη νύχτα, η πούλια. Στου επαγγελμένου σου σπαθιού το λεπίδι γραμμένα και τα χρυσά τα στέφανα που θα σου τα φορέσουν, γοργέ κυματοβουτηχτή, χοροί από νεροκόρες, 60 καθώς θα σε ξανοίξουνε στ’ απάτητα υγρά βάθη, και γύρω σου λεβεντονιέ, με χάιδια και κανάκια θα στριμωχτούν εκστατικές από τη λεβεντιά σου, ξεπροβοδώντας σε στο φως ξανά του απάνου κόσμου με τα χρυσά τα στέφανα και με το δαχτυλίδι, 65 το δαχτυλίδι το χρυσό που ο βασιλιάς της Κρήτης το είχε πετάξει του πελάου να του το ξαναφέρεις, πικρά και περιπαιχτικά προστάζοντας εσένα, ζηλόφτονος, αράθυμος, μόλις εμπρός του σε είδε, ξελογιαστή και οδηγητή και δαμαστή και σώστη, 70 της δύναμής σου αψηφητής ο βασιλιάς της Κρήτης. Κι απάνου στου τρομαχτικού σπαθιού σου το λεπίδι της κακομάισσας τραγικά τα μάτια και υπερούσια βλέπουν ακόμα πιο βαθιά, και πιο μακριά, μια λάμψη, λάμψη μιας γης ξεχωριστής και μιας πανώριας χώρας, 75 ξεχωριστής από το φως κι απ’ το ρυθμό πανώριας· ανάμεσ’ από τους καιρούς απέραστη περνώντας, κυρά και ιέρεια σε ναούς ή σκλάβα σε ρημάδια, στον ίσκιο για πολύ συρτή, ποτέ στον τάφο, πάντα, πάντα, καιροί, θα σας μεθά και θα την προσκυνάτε!

80 Εκστατική και η μάγισσα και αδύναμη μπροστά σου, νικάει τ’ ανίκητο σπαθί, και δίχως να τρυπήσει, και μόνο με τη λάμψη του, και λύνονται τα μάγια. Καπνός, και προς γητέματα πάει και προς μοίρες άλλες η φάγοσσα η κολχιδική, της αστραπής η γέννα, 85 την πάει το δρακοντόσυρτο φτερουγοφόρο αμάξι, σαν τους θνητούς δε σβει, δεν πάει, κατάρα δεν την πιάνει. Ποιός ξέρει, ακόμα ποιές ζωές θα φάει και ποιές θα κάψει, όσο να φέξει και για κείνη απίστευτο ένα φέγγος στων Ηλυσιών τη γαληνιά και τη χαρά, τι εκείνη 90 απάνου από την αρετή κι απ’ την κακίαν απάνου, και πέρα από το θάνατο κι από τον κόσμο πέρα, στα Ηλύσια εκείνη —ας σμίξουν πια τα δυο τ’ αστροπελέκια— γραφτό γυναίκα να σταθεί του μυρμιδόνειου ρήγα.

Κι εσύ, Καλέ, τροπαιοφόρε, ο γοργολύτης όλων.

95 Γύρω σου πια όλα ξάστερα και ξάγναντα και φρένα. Του λογισμού και των πολέμων η Αθηνά, το μέγα όραμα μες στην αθηναία την ξαστεριά χαράζει. Μα πώς μυστήριο σύγνεφο θολώνει σου την όψη, της λεβεντιάς και της χαράς τον ουρανό θολώνει; 100 Της πολιτείας ο λυτρωτής, πού τρέχει ο λογισμός σου; Στην Πολιτεία π’ ανάστησες ή στην τεράστια ξένη; Τάχα να μη σε χτύπησε φεύγοντας με τους χτύπους της ματιάς και της φτέρνας της που δένουν και συντρίβουν; Ποιός ξέρει ανίσως έμεινε βαθιά στο λογισμό σου 105 το κόνισμά της μαγικό και λατρευτό, και μ’ όλο τον που φυσά ξολοθρεμό και το που σπέρνει κρίμα· για όλους τους άλλους χαλασμός, για σένα πλάστρα ιδέα κι άγγιχτη κι ακατάλυτη, που ανάβει σου το αίμα, ημίθεε, για το πάλεμα και το κατόρθωμα, όλο. 110 Το σύγνεφο μυστήριο ποιός θα μας το ξεδιαλύσει; Το μυστικό σου θα το πει, ποιός θα το πει; Δεν ξέρω.

(Άμποτε να το πεις εσύ και να το ξεδιαλύσεις, καρτερεμένε απόγονε και στερνογεννημένε, μες στο τραγουδοπάλατο που ατράνταχτο θα χτίσεις. 115 Απάνου στην προδρομική τη λύρα μου θα πλέξεις καινούριες λυγερόφωνες χορδές και θα προσφέρεις για μια —τη γέννησε η φωτιά— νέα πιο μεγάλη Ελλάδα της νίκης επικούς ψαλμούς και της ειρήνης ύμνους).

Τώρα με τ’ όνειρό μου εσύ και με το μυστικό σου, 120 της Πολιτείας ω Λυτρωτή και ρυθμιστή, κοιμήσου, κοιμήσου, άπλαστο φάντασμα, και δε θα ζήσεις πλάσμα, κοιμήσου μέσα μου απαλά, στα ολόβαθα του νου μου, του ανείπωτου αιθερόυφαντα προικιά, σεντόνια ολάσπρα, στοργικά στο κρεβάτι σου να σε πλαγιάσω στρώνω.