Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Αντιόπη


Μη ρωτάς… Ρώτα
τον κόσμο πὄχει
το βιος της μέρας
και της νυχτιάς…
(Άκου! ο αγέρας!)
Μα εμέναν, όχι·
Μη με ρωτάς…

(«Πεντασύλλαβοι»)

Με του ρυθμού του δωρικού και τη μεγαλοσύνη και την απλότη απλώνεσαι και ορθώνεσαι μπροστά μου και με το γέλιο αβάσταχτο και με το περιγέλιο κι ελεύτερα κι απόκοτα σε ξένους και δικούς σου, 5 μα σαν καταφρονετική κι αγέλαστη μπροστά μου, τι εγώ για σε κριματιστής κι εσύ κριτής για μένα. Αντιόπη σε είπα κάποτε σ’ ένα παλιό σκοπό μου, τ’ όνομα, αχός πολεμικός και νικητήρια λάμψη, με την ελπίδα σ’ έκραξα και με το παρακάλιο 10 να γίνεις μου σαν άνοιγμα πρωινό παραθύρου, για να μου διώξεις τους αχνούς των πονηρών ονείρων. Όμως οι αχνοί μεθούν εμέ των πονηρών ονείρων, σαν και τ’ ανέρωτο κρασί το δυνατό απ’ τα χρόνια. Και το μεθύσι λυρικό, μαζί κι ευλογημένος 15 κι αφορισμένος τύραννος, απάνου απ’ την κακία κι απάνου από την αρετή, με ζει, και το τραγούδι που της ζωής μου είναι ζωή, γεννάει· και πλάστης είμαι. Κι εσύ όλη καταφρόνεση κι αγέλαστη μπροστά μου, το κρασί θέλεις να χυθεί, το αγνό νερό σ’ ευφραίνει, 20 και δεν ξεχνάς πως μ’ έμπασες μέσα στο σπίτι που είχες δέξια βαλμένο, κι όλα του μέσα σ’ αυτό ευωδιάζαν, η τιμή κρίνος, υάκινθος η αγάπη, γιούλι η φτώχεια, και πως το δρόμο κράτησες τ’ άπραγου και του γύφτου, κι ένα κεμέρι τού έζωσες και πήρες το κλειδί του, 25 και πως ροδόσταμο έσταξες μες στο νερό της βρύσης που του είχες φέρει κι έπλυνε τα λεκιασμένα χέρια… Μα η δείλια γονατίζει με στη λεβεντιά σου αγνάντια, και μόνο η περηφάνια μου, κι ας σέρνεται από σένα με το μαχαίρι χτυπητή, κρατά μπροστά σου ακόμα 30 το μέτωπο συγνεφιαστό και το κεφάλι ολόρθο. Και μόνο η περηφάνια μου ψάχνει την ώρα τούτη να βρει την πιο ηχερή χορδή να κρούσει της κιθάρας για ν’ ακουστεί σου τ’ όνομα πλατιά, καθώς πλατιά είναι τα στέρνα σου, ο αέρας σου, τα λόγια σου, τα έργα. 35 Αντιόπη εσύ; Μηδέ τ’ αρχαία τα ονόματα για σένα μηδέ τ’ αρχαία τα πλάσματα· ρυθμοί και μέτρα και άστρα της μουσικής προγονικής ψυχής μακριά από σένα. Στου κοσμοπλάστη βρετανού το θέατρο θα μπορούσε στριγκιά η φωνή σου ν’ ακουστεί, σατυρική, να σκιάξει, 40 στης καλοκαιρινής νυχτιάς τ’ όνειρο, τις νεράιδες, ανίσως και δεν ήσουνα στο πείσμα κάθε τέχνης, θρεμμένη με τ’ ανόθευτο γάλα της μάνας φύσης, ανεμοφύσημα κατεβαστό από κορφοβούνια. (Γέρανοι εσείς ταξιδευτές κι εσείς, τα χελιδόνια 45 του Μάρτη, δώστε μου την τόλμη του φτερού, να φέρω μιαν αύρα σαν από άνοιξη, και σα φωλιά ένα χτίσμα, να της την κάμω ανάσασμα την αύρα, και το χτίσμα παλάτι να υψωθεί από με, να τη θρονιάσω μέσα).

Στο πλάι σου πώς μοσκοβολάν τα κίτρινα τα σπάρτα 50 που κάνουν ένα πέλαγο φεγγόβολο τον κάμπο, και πώς του λόγγου οι κουμαριές με κράζουν να τρυγήσω τη ροδοπόρφυρη δροσιά τους για να σε ταΐσω!

Γι’ αυτό μπροστά σου ας βουβαθεί κάθε άλλη φωνή ξένη, στα πόδια σου και κάθε αχός και απ’ όπου κι αν ξυπνήσει, 55 και κοντινός και αλαργινός, ας πάει να ξεψυχήσει, σωπάστε, λειτουργέ ορφικέ, δαβιδικό ψαλτήρι, κι εσείς, κασσιανικοί δαρμοί, σάλπιγγα εσύ τυρταία, ας παίξει η λύρα του βουνού και του βοσκού η φλογέρα, κι ας έρθ’ η Ελλάδα η Ρούμελη κι η Ελλάδα η Ρωμιοσύνη 60 με τα βιολιά παθητικά, τα χωριανά λαούτα, για να σου στήσουνε χορό. Κι εσύ, ξαναφερμένη, και σαν από τη δύναμη της ψάλτρας μου αρμονίας, στα περιβόλια ολάνθιστα των είκοσι χρονώ σου, στο χορό πρόθυμα να μπεις και το χορό να σύρεις, 65 λιγνόμεση, σγουρόμαλλη, μεστή, περδικοστήθω, μ’ όλα σου τα δολώματα και μ’ όλα σου τα γέλια, και μ’ όλο το θησαύρισμα της άδολης καρδιάς σου, και με τα ροδοχάραγα βαθιά λακκάκια απάνου στα σεντεφένια μάγουλα, κρυψώνες των ερώτων, 70 ω που σ’ εγέννα η μάνα σου με τη χαρά του Πάσκα, να ήταν και η μοίρα σου λαμπρή, καθώς τα γέννα σου ήταν!

Κι ας τραγουδήσουνε για σε σκληρά τη γης χτυπώντας, με τις χρυσές τις φέρμελες και τ’ άλικα τσαρούχια, από το Βάλτο ασίκηδες κι από τα Καρπενήσια, 75 και Βλάχες ροδοκόκκινες, με τ’ άσπρα τα σεγκούνια, σκοπούς αρματολίτικους, της κλεφτουριάς τραγούδια· κι εσείς, ολόρθα σταλωτά βυζιά, τρεμοσαλεύτε μαζί με τα γιορντάνια σας τα φλωροκαπνισμένα σε λυγερές κορμοστασιές κυράδων και νυφάδων 80 που των πατρίδων τους χορούς χορεύουν, κελαηδώντας γιαννιώτικα παράπονα, κρητικοπούλες ρίμες…

Μα εγώ κριματιστής για σε, κριτής εσύ για μένα.