Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

18

Σα γυρίζεις με του Μαρτιού την αύρα στην πρωτινή φωλιά σου, χελιδόνι, τα σπαθωτά φτερούγια σου τα μαύρα

σταμάτα στο νησί, που κι αν το ζώνει 5 το Ιόνιο κύμα, πάντα με λαχτάρα στ’ αντικρινά βουνά σα να ξαμώνει,

και σα ν’ αποζητά του Νικοτσάρα τους καιρούς και τους γαύρους κλέφτες. Τράβα στο μνήμα που μια ηρώισσα κιθάρα

10 κρατά, και κράξε: «Φωτεινέ, Βλαχάβα, πέρδικοι δε σ’ τη φέρνουν και τριφύλλια, την άνοιξη, σαν τότε, άπραγη σκλάβα,

την άνοιξη, σ’ τη φέρνουν καριοφίλια. Η καταχνιά τον Πίντο σου που ζώνει, 15 καπνός πολέμου από τουφέκια χίλια

μύρια. Το ελληνικό βροντά κανόνι. Χίμησ’ η Λιαπουριά, κακή ήταν μπόρα. Στην Ήπειρο δαρμός. Μα ξαστερώνει.

Λαμπρή γιορτάζει κι η έρμη Βαλαώρα, 20 του χρόνου ήρθε το πλήρωμα, η κατάρα λύθηκε· η τουρκομάχα, νικηφόρα.

Ζει το Σούλι σου, σείστηκε η Χιμάρα, της Πρέβεζας ο κόρφος λαχταρίζει, καράβια ελληνικά περνάν, αντάρα,

25 σημαία γλαυκή στο Μέτσοβο ανεμίζει. Από ακάθαρτο χνότο μολεμένα, του μαύρου Αληπασά το μετερίζι,

τα Γιάννενα τα κοσμοξακουσμένα, κορόνα τους φορούν το Μιτσικέλι, 30 λάμπουν κι αυτά και η λίμνη τους παρθένα.

Της Ήπειρος το δάκρυο πια δε θέλει στου Λούρου τα νερά να στάξει επάνω, θολό· δροσιά είν’ αυγής, Κυρίου αγγέλοι

σάμπως γειρτοί στον πόταμο τον πλάνο. 35 —Της νιότης σου είμαι τ’ όνειρο, αποπέρα ήρθα, με φέρν’ η ευκή σου, να σε ράνω

με πάχνη από τον Κίσσαβο, πατέρα!»