Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η Αφροδίτη στον Πυγμαλίωνα

Στο Ι. Σ. Ζερβό, τον ποιητή φιλόσοφο
της «Ιστορίας των Ιδεών»

Αστόχαστε, τί κλαίς; σου δόθη η χάρη που δυο φορές του ανθρώπου δεν τη δίνουν στον κόσμο αυτό οι θεοί· σου δόθη η χάρη διπλός αφέντης να είσαι· με κορόνα 5 και με σμιλάρι.

Της χώρας βασιλιάς, της τέχνης ρήγας, τη βέργα σου την έκαμες μαγνήτη, τραβάς από του θρόνου σου τα ύψη και δουλεύτρα τη σέρνεις προς εσένα 10 τη θεία Ιδέα.

Κι ύστερα με τα χέρια σου, τεχνίτη, τα πλαστουργά, κρατώντας το σμιλάρι σάμπως σπαθί και σάμπως βέργα να ήταν, μεγαλόπρεπα, ρήγας και λεβέντης, 15 ήρωα και γλύπτη,

στην πνοή που όλο πνέει και δεν πεθαίνει, και ζει και ξαναζεί, στη θεία Ιδέα, χαρίζεις το κορμί που της ταιριάζει, το πιο σκληρό, πιο αγνό, το πιο χιονάτο 20 κορμί της Πάρος,

μαζί πέτρα, δροσιά, και κρίνο και άστρο· κι έτσι πρόβαλα εγώ, πλάστρα και πλάσμα, και δέσποινα μαζί και θυγατέρα, και θέαινα κι αγάπη. Δεύτερη μου ήταν 25 γέννηση εμένα

πιο πομπική και πιο λαμποκοπώντας απ’ την πρώτη στη θάλασσα της Κύπρος, όταν η άβυσσο άνοιξε σα να ήταν νερομάνα πηγή χιλιάδων ήλιων, 30 κι έβγαλ’ εμένα!

Μα εσύ γονατιστός μπροστά μου, ρήγα, δεν ήρθες να μου φέρεις την καθάρια, τη μυστική θυσία που μου ταιριάζει, κι όσο είν’ απάνου από τον κόσμο, τόσο 35 περήφανη είναι.

Δεν ήρθες να μου φέρεις τη θυσία την ακατάδεχτη, όξω από τον πόθο, όξω κι απ’ της απόλαψης τη δίψα, του ανθρώπου προς τον Όλυμπο λαχτάρα, 40 δέηση και τάμα,

τη θυσία που φτάνει ν’ ανεβάσει στον Όλυμπο. Κι αντί να με τιμήσεις, εσύ σα βασιλιάς και σαν τεχνίτης, άφησες μέσα σου, άρρωστε, ν’ ανάψει 45 μια κακή φλόγα.

Κι είπες να γίνει το άγαλμα γυναίκα· και του μαρμάρου τ’ άσειστο το θάμα πνοή αλαφρή του αφρού και του κυμάτου· και τ’ αμάραντο τ’ άνθος της Ιδέας, 50 πέρασμα ονείρου.

Κι έσυρες κάτου από το βάθρο εμένα την άχραντη στου κόρφου σου τη λάβρα· έτσι κι ο νικητής το νικημένο σκληρά από το βωμό πὄχει αγκαλιάσει 55 τραβά να σφάξει.

Και την ανίερη τούτη δύναμή σου στην έδωκε μια Μοίρα αναγελάστρα, μια Μοίρα πονηρή, μιαν άθεη Μοίρα, για να παίξει μ’ εσέ, μ’ εμένα, με όλα 60 τ’ άγια, με όλα.

Εγώ η κυρά των πόθων και των πόνων, και της φωτιάς η αρχή της κοσμοπλάστρας κι όλων των ταιριασμάτων η μητέρα κι η κοσμική κι η ουρανική κι η Αστάρτη 65 και η Αφροδίτη,

Εγώ πολλές φορές κέρασα μέσα στ’ ακριβό μου ποτήρι το νεχτάρι του Ολύμπου με τα ίδια μου τα χέρια και μέθυσε το αμίλητο μεθύσι 70 θεούς και ηρώους.

Μα όσες φορές ορέχτηκα να δείξω τη δόξα μου, των άστρων κυβερνήτρα, και υπέρτατη και υπέρκαλη την ίδιαν εμένα, και μητέρα των Ερώτων 75 που είναι τιτάνες,

δεν έφερα τη ζώνη τη χρυσή μου σε ηρώους ή σε θεούς για να τη λύσουν, και θνητών και αθανάτων δεν επήγα με τα ίδια μου χέρια να κεράσω 80 κρασί που ανάφτει.

Μόνο αθώρητη μέσα στους Φειδίες και μες στους Πραξιτέληδες, και μ’ όλο το μέλι που αναβρύζει μου το στόμα και με το νόημα όλο που πλαταίνει 85 το μέτωπό μου

φυσάω μέσα στο νου τους, και τα βάθια τ’ αγγίζω της καρδιάς τους, και τα χέρια τούς τα οδηγώ, και νά με από την τέχνη στη μαρμαρένιαν αποθέωσην, άξια 90 θεά, πιο θεία!

Κι ήρθες εσύ ξαδιάντροπος Φειδίας και Πραξιτέλης ήρθες φρενιασμένος, και, ληστής και υβριστής, ζωντάνεψές με, και Γαλάτεια με λες, κι έγινα Λάμια, 95 κι είμ’ η εκδικήτρα!

Για να ζήσει ο σοφός τα ονείρατά του παρθένα και αψεγάδιαστα και ακέρια, φωλιές τούς χτίζει στης Ιδέας τα ύψη, σαν τις φωλιές ο αϊτός που πάει και βρίσκει 100 για τ’ αϊτοπούλια.

Κι εσύ του ονείρου τ’ όνειρο το παίρνεις, άλογα απ’ τον παράδεισο που στέκει γεννημένο από σε, και το ξορίζεις· και στης άθλιας ζωής το χωνευτήρι 105 πέφτει, κι αλλάζει.

Έτσι το βρέφος που γεννιέται ολάσπρο και ολόξανθο σε τόπο λιοκαμένο, αγάλια αγάλια όσο περνάν τα χρόνια, πάει το χρυσάφι απ’ τα μαλλιά, απ’ την όψη 110 πάει και το γάλα.

Και τώρα κλαις, χαμένε απ’ τη γυναίκα που πια δεν είναι τ’ άγαλμα κι ακόμα το θηλυκό δεν είναι που κρατάει στην πλατιά του καρδιά για τους ανθρώπους 115 θάλασσ’ αγάπης,

μα είν’ η γυναίκα η καταλύτρα, που είναι κι αξήγητη κι αταίριαστη και ξένη, κι ο λογισμός της αίνιγμα, και τάφος η ομορφάδα της όσο κι αν αστράφτει, 120 κι είναι η προδότρα.

Αστόχαστε, τί κλαις; Σου δόθη η χάρη που δυο φορές ανθρώπου δεν τη δίνουν στον κόσμο αυτό οι θεοί· σου δόθη η χάρη διπλός αφέντης να είσαι· με κορόνα 125 και με σμιλάρι.

Και τώρα πάει κι η βούληση και η γνώμη, δεμένε και παράλυτε, σπαράζεις, βαραίνει και συντρίβει σε η κορόνα, προσταχτικά το χέρι σου τη βέργα 130 πια δεν υψώνει.

Και βογκάει ο λαός σου, και το πλήθος που σ’ έτρεμε και πίσω και μπροστά σου, τώρα έτσι βλέποντάς σε, όλα σού στέλνει τα καταφρόνια, και μπροστά και πίσω 135 σε καταριέται.

Μα η σκέψη σου που ακόμα αργοχαράζει μέσα της κάτι, σαν αυγή, θυμάται πως κι α δεν είσαι πια της χώρας ρήγας, της Τέχνης είσαι ρήγας με κορόνα 140 σαν το φεγγάρι.

Και λαχταράς και γέρνεις για ν’ αδράξεις το γλυπτικό στο χέρι σου σμιλάρι, μα δε σ’ ακούει κι αυτό και δε σε ξέρει, κι η στερνή σε χτυπάει χτυπιά η μεγάλη… 145 Δεν είσαι πλάστης!

1905