Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στα μάτια ύμνος

Κι α δεν είχε η ζωή χίλια χρώματα, χίλια σκήματα, πρόσωπα, κάλλη, κι α δεν έλαμπε κι έτσι η ζωή, στη ζωή θεία λαμπράδα, θεία κάλλη 5 τα δικά σας θα χύνανε χρώματα, η δική σας, ω μάτια, ζωή.

Μάτια τρίσβαθα, μάτια ηλιογέννητα, διαλαλείτε του ήλιου τη δόξα με τη γλώσσα την άλαλη εσείς, 10 εσείς είστε τ’ ανθρώπου κι η δόξα, μάτια τρίσβαθα, μάτια ηλιογέννητα, τα πετράδια τ’ ατίμητα εσείς.

Μες στα πάντα —ο σοφός το διαλάλησε— ένας είναι ναός, ένας μόνο, 15 και τ’ ανθρώπινο σώμα είν’ αυτός. Άγιο φως, εσείς φέγγετε μόνο του ναού —ο σοφός το διαλάλησε— φως που ανάφτει ο Θεός, πάντ’ αυτός.

Στης καρδιάς μας τα βάθη εσείς κάνετε 20 ό,τι κάνει στην όλη την πλάση, ό,τι κάνει ο θεός του φωτός· ολοπράσινη, ολόανθη πλάση της καρδιάς μας τα βάθη τα κάνετε, μάτια, αστέρευτες βρύσες φωτός.

25 Από νύχτα δεμένη αξημέρωτη μες στα μάτια των άλλων πλασμάτων μια θαμπή παραδέρνει ψυχή· μια φορά σαν των άλλων πλασμάτων, από νύχτα δεμένη αξημέρωτη, 30 θαμποζούσε τ’ ανθρώπου η ψυχή,

μα, νά! πρόβαλε μέρα αβασίλευτη· μάτια ανθρώπινα, μέσα σας τώρα αϊτοβλέπει καθάρια ψυχή, καθρεφτίζει την όψη της τώρα, 35 που της φέγγει μια μέρα αβασίλευτη, στην αιώνια του κόσμου Ψυχή.

Ο θεός του φωτός ήρθε κι άνοιξε των πλασμάτων τα μάτια εδώ πέρα, μα παλάτι του διάλεξ’ εσάς· 40 από τ’ άφταστα ύψη εκεί πέρα των πλασμάτων τα μάτια ήρθε κι άνοιξε, μα έχει θρόνο του μόνον εσάς.

Και για τούτο σαν ήλιος φωτίζετε και σα θάλασσα τρέμετε, μάτια, 45 κι είστε ολόβαθα σαν ουρανός, σα φουρτούν’ αγριεύετε, μάτια, και του νου τα σκοτάδια φωτίζετε και το γέλιο σας είναι ουρανός.

Ένα πνέμα, ποιός ξέρει! Ένας άγγελος 50 των πνεμάτων τη χάρη σάς δίνει· τίποτ’ άλλο δεν έχει στη γη τ’ αγαθά τα δικά σας· τα δίνει ένα πνέμα, ποιός ξέρει! ένας άγγελος… —Μάτια μου, είναι δική σας η γη,

55 είν’ ο κόσμος δικός σας, ω μάτια μου, απλωθείτε, χαρείτε τον κόσμο, κάθε ωραίαν αγκαλιάστε θωριά, γιατί απ’ όλα τα ωραία στον κόσμο τ’ ομορφότερον ένα είναι, μάτια μου· 60 αρχή, τέλος, του ωραίου η θωριά!

Κάθε ωραίο είναι χνούδι ευκολότριφτο, το φλογίζ’ η αγκαλιά, και το χέρι το ξεφτίζει, κι αυτό το φιλί που το γγίζει, βαραίνει σα χέρι· 65 κάθε ωραίο είναι χνούδι ευκολότριφτο, του ματιού θέλει μόνο φιλί.

Μ’ αυτό μόνο ξανοίγω και χαίρομαι τους κρυφούς θησαυρούς σας και κόσμους, πόθοι, ελπίδες, αγάπες, χαρές· 70 βλέπω· ορίζω σαν άρχοντας κόσμους, τους κρατώ με τα μάτια, τους χαίρουμαι, και ποτέ δεν περνάν οι χαρές.

Σα βασίλεμα, σα γλυκοχάραμα, ω παρθένα, σε βλέπω, με φτάνει, 75 τίποτ’ άλλο από σε δε ζητώ, στης καρδιάς μου τ’ απόκρυφα φτάνει απ’ τα μάτια μου σα γλυκοχάραμα ό,τι μέσα στα μάτια ζητώ.

Μάτια αθώα και μάτια πολύτροπα, 80 μάτια ξάστερα, μάτια από δάκρυα θολωμένα, γλυκιά είν’ η ζωή! Κλαίτε! θρέφεται, ανθίζει με δάκρυα, μάτια αθώα και μάτια πολύτροπα, τ’ ανεμόδαρτο δέντρο, η ζωή.

85 Αλλά πρώτα κι απ’ όλα κοιτάτε μας, μάτια κάθε ψυχής π’ αγαπούμε! Τη δική σας δεν κάνει ματιά κανενός ήλιου αχτίνα, κοιτάτε μας, ζούμε, σβήνουμε, ανθούμε, αγαπούμε 90 με τα μάγια που κλει μια ματιά.

Και το φως των ονείρων ανάφτετε και τη γη χρυσοδένετε πάντα με τ’ αγνά του μεγάλου ουρανού, και σα σβηέστε, δε χάνεστε· πάντα 95 κι άλλα μάτια απ’ το φως σας ανάφτετε κι είστε αστέρια τ’ ανθρώπου — ουρανού.

Κι α δεν είχε η ζωή χίλια χρώματα, χίλια σκήματα, πρόσωπα, κάλλη, κι α δεν έλαμπε κι έτσι η ζωή, 100 στη ζωή θεία λαμπρότη, θεία κάλλη τα δικά σας θα χύνανε χρώματα, η δική σας, ω μάτια, ζωή!

1895