Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ύμνος για τ’ άγαλμα που στήθηκε του Σολωμού στη Ζάκυθο


Βρύσες απλώνει τα κλαδιά το δέντρο στον αέρα,
μην καρτερείς εδώ πουλί και μην προσμένεις χλόη,
γιατί τα φύλλα αν είν’ πολλά, σε κάθε φύλλο πνεύμα.
Το ψηλό δέντρο ολόκληρο κι ηχολογά κι αστράφτει…

Σολωμός (Αγνώστων ποιημάτων αποσπάσματα)

Χαίρε! δέντρο κι Εσύ φύτεψες, δέντρο πότισες, ποιητή! Γλώσσα, στίχο, ιδέα, τον έρωτα, μας τα πρόσφερες Εσύ!

5 Χαίρε! δέντρο βαθιά φύτεψες, δέντρο πότισες αδρά, όπου φύλλο, δροσιά στάλαξες, και ψυχή κάθε δροσιά.

Και το δέντρο είν’ ένα ίσκιωμα, 10 και το δέντρο είν’ ένα φως, ζήλεψε ο δρυμός το ίσκιωμα, και το φως ο αυγερινός.

Και το δέντρο είναι σαν άγαλμα που ιστορίζει πιο πιστά 15 τη δική σου αιωνοστύλωτη ριζωμένη ζωγραφιά.

Από το λαμπρόφωτο ίσκιωμα όσοι αλλόφυλοι μακριά! Η κιθάρα ας γίνει βούνευρο 20 κι ο απαλός ψαλμός χτυπιά.

Μακριά όσοι στήσατε είδωλα τ’ άσκημα και τ’ αδειανά, και όσοι Τούρκου σπλάχνο κρύβετε και όσοι λογισμό ραγιά.

25 Πέρα στο λαμπρόφωτο ίσκιωμα, τί γυρεύετε, όχλοι, εσείς; Της τυφλής ορμής σας πόδισμα νά κι ο αϊτός και ο θεριστής!

Με το αίμα των Αρχίλοχων 30 και των Πίνδαρων ο αϊτός· η χαρά τού τα μεγάλωσε τα φτερούγια και ο θυμός.

Και είν’ ο θεριστής. Πρωτόφαντα και όλα κόβοντας εκεί 35 τ’ άνθια στο νησί τ’ ολόανθο που πρωτόειδε τη ζωή,

Φόρεμα απριλιάτικο ύφανε για να ντύσει την τρανή τη μητέρα Μούσα που έσερνε 40 το γυμνότατο κορμί.

Όμως μέσα στους ανθότοπους ψάχνοντας του ωραίου νησιού, ήβρε κάπου και το μάζωξε το φαρμάκι ενός φιδιού,

45 και σαΐτες μέσα του έβαψε, (τί γυρεύετε, όχλοι, αυτού;) για το σάλεμα του ανάξιου, για το κοίμισμα του οκνού.

Μήτε δάσκαλοι κοντόφωτοι 50 και μήτε άσοφοι σοφοί όπου φύτεψες και πότισες, και όπου έπλασες Εσύ.

Και μήτε όσοι μες στον ύπνο τους τάραξαν ιερούς νεκρούς 55 χέρια απλώνοντας αταίριαστα στους ωραίους αρχαίους θεούς.

Και μήτε αυτός που εσέ ψευτίζοντας τ’ όνομά σου διαλαλεί, σαν το ψεύτισμα του αγνότατου 60 από τον πραγματευτή.

Και ούτε δημοκόπου δίγνωμου κράξιμο, ούτε του πεζού το λαχάνιασμα τ’ ανήμπορο για τ’ ανέβα του βουνού.

65 Και τη σκέψη όσοι γαβγίζουνε, σαν τον ξένο τα σκυλιά, μακριά από σε! κι οι ακάθαρτοι κι οι παράταιροι μακριά!

✳✳✳

Πεζοδρόμοι ή καβαλάρηδες 70 του ονείρου ή της ζωής, προς τ’ απάτητα ανεβάσματα, έξω από τη ρούγα, εσείς,

μόνο εσείς ελάτε! Μέσα σας, όσοι ακούτε κατιτί, 75 μικρό, μέγα, από τη δύναμη του Ρυθμού τού νικητή,

όσοι αντιφεγγίσματα είσαστε του πατέρα ήλιου Ρυθμού που αρμονίζει και τ’ αταίριαστα 80 και το φως κυλάει παντού.

Μόνο ελάτε όσοι λατρεύετε στ’ Άγιο Βήμα της ψυχής την Ελλάδα της αθάνατης ολοζώντανης ζωής!

85 Την Ελλάδα που ξανάρχεται νέα προς νέα σαν τα παλιά, και το Λόγο πλάθει αδούλωτα με την κλέφτικη λαλιά.

Την Ελλάδα που ξανάφεξεν, 90 Αντιόπη ηρωική, μέσ’ απ’ τη μισολογγίτισσα νέα φωτοκαμένη γη.

Την Ελλάδα που ξανάνθισε, Καλλιόπη αρμονική, 95 νέα μέσ’ από τ’ ολόανθο πολυκέλαδο νησί!

Και δοξάστε Τον! Ολόγυρα σε μια πλάση νέα χλωρή (ω τα ρείθρα γλυκοφλοίσβιστα 100 κι οι έρμοι βράχοι οι σιγαλοί!)

γρίκησε το Μῆνιν ἄειδε να του ψάλλει μια φωνή, και σε θεία δύο μάτια ολόσβηστα είδε νέαν ανατολή.

105 Και είδε την Κυθέρεια, γέννημα δεύτερη φορά του αφρού, και ολοτρέμουλο στα πόδια της το φιλί του φεγγαριού.

Και Ιλιάδων αστραπόφεγγα 110 μέσα τού άστραψεν ο νους και στον κήπο ήβρε του Αλκίνοου τους αγέραστους καρπούς.

Και τον Ύμνο μεγαλόφτερο πρωταπόλυσε όχι πια 115 σ’ ενός γέρου Ολύμπου απόμακρου Αφροδίτη ή Αθηνά,

μα σ’ εσέ, αντρειωμένη ρήγισσα θεοκατοίκητου βουνού! Νέον Όλυμπο ορθοτίναξεν 120 η άβυσσο του σκλαβωμού!

Σειέται η γη και γοργοσκίζεται, κάθε που τη γη πατάς, το νερό αναβρύζει αθάνατο, το νερό της λεβεντιάς.

125 Του σπαθιού σου η κόψη αλάθευτη· κάθε που τη γη μετράς, ο δειλός Καραΐσκος γίνεται και Κανάρης ο ραγιάς!

Δώσ’ του, Μισολόγγι, το αίμα σου, 130 τη φωτιά, Τριπολιτσά, τα σμαράγδια σας, Εφτάνησα, και τη στάχτη σας, Ψαρά!

Και είν’ Εκείνος. Μες στο βρόντημα τ’ άξιο του καριοφιλιού, 135 λειτουργός του Λόγου ατάραχος και προφήτης του Ρυθμού,

αποπάνου απ’ το τρικύμισμα της λεβέντικης οργής τον αιθέρα ολόγλαυκο άνοιξε 140 της Ιδέας της θεϊκής.

Σας ανέβασεν, ω Ελεύτεροι, που σας έσφιγγε ο Μπραΐμ στην πηγή που οραματίζονται της ιδέας τα Σεραφείμ.

145 Και σας έδωκεν, ω Ελεύτεροι, που χτυπούσε ο Κιουταχής, κάποια βάθη να ξανοίγετε με τα μάτια της ψυχής.

Χαίρε, ο Λόγος! Χέρι, δούλευε, 150 πάλευε κι εσύ, σπαθί, είτε πλάθει, είτε στοχάζεται, για το Λόγο τον ποιητή!

Μες στα ρόδα ή μες στα αίματα, όπου Ελλάδα, ο Λόγος θεός, 155 η Ομορφιά είν’ η μοίρα η δέσποινα και των όλων ο σκοπός.

Και όλα ζουν και λογαριάζονται, σκέψη, πράξη, ονειρευτά, μόνο από την ώρα που άραξαν 160 μακαρία σ’ εσέ Ομορφιά!

1902