Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Μεσσίας

Πότε, πότε θα μας έρθεις, Χριστέ
μου και Σωτήρα, νέε δημιουργέ, νέε
πλάστη της γλώσσας μας της νέας;

Ψυχάρης («Το Ταξίδι μου»).

Ω! πότε θα προβάλεις, νέε Ποιητή, του τραγουδιού Μεσσία; Πλάστρα σου η Λύρα πότε θ’ ακουστεί; Λόγε Ρυθμέ, σαρκώσου, λυτρωτή, 5 νά η Πολιτεία!

Των Ελλήνων τη μαραμένη γη πότε θα την ξαναχλωράνει η αγάπη σου νερό κι αλέτρ’ η οργή; Των Ελλήνων ο ήλιος πώς αργεί 10 να σου βάλει της δόξας το στεφάνι;

Όταν ο θείος ο ήλιος —Ωσαννά εν τοις Υψίστοις!— σου πρωτογελάσει, με μάτια θαμπωμένα ανθρωπινά δε θα κοιτάζω, καθώς τώρα, αχνά 15 το φως, την πλάση.

Από τη ζήση τούτη, ύπνο βαθύ, σ’ άλλης ζωής τη μέρα ή το σκοτάδι θα ξυπνήσω, η ψυχή μου θα χυθεί στα πάντα· μα κι εκεί θα σε ποθεί, 20 και θα σ’ ακούω και στ’ άβαθνα, στον άδη.

Ένα όνειρο —κρυφός μου λογισμός— κάποτε πότε αργοχαράζει εμπρός μου: το τραγούδι σου, η τέχνη, ποταμός· κι η στάλα που το γέννησε, ο ψαλμός 25 είν’ ο δικός μου.

Ω! τότε ό,τι κι αν είμαι, όπου βρεθώ, στον Όλυμπο κι αν έχω φτερουγίσει, σε ταρτάρου κι α δέρνομαι βυθό, στη μουσική των κόσμων κι αν μεθώ, 30 και στου φωτός α λούζομαι τη βρύση,

στου κόσμου την πολέμια χλαλοή κι ό,τι να γίνω κι όπου να γυρίσω, πνέμα, νερό, γη, χλόη, φωτιά, πνοή κι αν είμαι, πάλε ανθρώπινη ζωή 35 θα λαχταρίσω.

1893