Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος ένατος

Και πάντα ο δωρικός ναός, απλός και τρισμεγάλος.

Και απλός και τρισμεγάλος. Ναι. Μα μέσα στην απλότη και τη μεγαλοσύνη του κακοσημαδεμένος από το μάτι το τυφλό και το σκληρό το χέρι 5 του Ναζωραίου. Γιά κοίτα! Σ’ έφτασε και σε λάβωσε, χιονάτο περιστέρι, του κυνηγού η σαΐτα! Στης ομορφιάς τον ουρανό σα να μην είχες γέρμα, της μαστοριάς αστέρι εσύ. 10 Κι έγειρες και μολεύτηκες σαν από ξένο σπέρμα, και του καθάριου ο θησαυρός, παράξενος Γασμούλος· και του σεμνού πολύθεου μετώπου σου ένας τρούλος κορόνα αναγελαστική! Έτσι ένας ρήγας βάρβαρος, ο μέγας Κωσταντίνος, 15 μπόγιας του Απόλλωνα έγινε, του ωραίου θεού, και απάνου στο μαρμαρένιο ακέφαλο κορμί το αρμονισμένο, του ρηγικού του κεφαλιού το είδωλο στυλώνει, και νά! σα σκιάχτρο το άγαλμα, που ήταν χαρά του κόσμου.

Και απλός και τρισμεγάλος. Ναι. Μα μέσα στην απλότη 20 και στη μεγαλοσύνη του κακοσημαδεμένος πάντα κι απ’ ό,τι πέρασμα θ’ αλλάξει κι απ’ ό,τι πόδι πατώντας θα σπαράξει το Γένος. 25 Κάθε φορά που αλύπητα μια Μοίρα το Γένος θα χτυπήσει, καρδιά του Γένους, ο ναός θα το πρωτοδεχτεί κατάβαθα το χτύπημα και θα σειστεί και θα ραΐσει. 30 Σα βασίλισσα χήρα, σκλάβα, σε ξένου αφέντη θα συρθεί τα πόδια και θα του παραδοθεί, και θ’ αλλαξοπιστήσει. Και θα τον κάμει χριστιανό ο βυζαντινός, 35 ο φράγκος θα τονε φραγκέψει, και θα φορέσει το σαρίκι, αγαρηνός, και κάθε φάρα θα χυθεί να τον κουρσέψει. Και νά! θαλασσοτίναχτη στο θείο κορμί του απάνου, φωτιά του Βενετσάνου! 40 Και θα καεί. Και, σύντριμμα, θα ρέψει. Και τότε, ποιός θα το πιστέψει; Στερνός αφέντης θα κολλήσει στο ιερό σημάδι ο Δάσκαλος να το μολέψει. Σα νυχτερίδα η γνώμη του, σα μολυντήρι η σκέψη. 45 Οϊμέ! του κάκου θα ’ρχεται πονετικά το βράδυ να σιγοκλαίει μες στου ναού τη ρημασμένη χάρη και σαν ειδωλολάτρης το φεγγάρι. Όσο που νά ’ρθει ο Ποιητής με τη φεγγοβολούσα στο πλάι του Μούσα, 50 μελετητής και γητευτής του ρημαδιού, να οικοδομήσει με τη βοήθεια του στοιχειού, του Τραγουδιού, στου δάσκαλου το πείσμα, κορόνα του καλού ξανά σε ανατολή και δύση, 55 του Λόγου το ναό, καινούριο χτίσμα.

Αλλαξοπίστησε ο ναός. Κι όπου ο Καιρός δε βάζει χέρι και σάμπως ντροπαλά περνά και φροντισμένα, νά ο άνθρωπος ανεύλαβος παντού πατά και γγίζει. Θρασά το χέρι σου άγγιξε, βυζαντινέ τεχνίτη, 60 τους αψεγάδιαστους ρυθμούς του πλαστουργού αθηναίου. Κλεισμένη η θύρα που έχυνε ποτάμι σε όλα μέσα τον ήλιο της ανατολής. Τώρα οι φεγγίτες, τρύπες, κλειστές κι αυτές με τα πυκνά καφάσια, φοβισμένα λες πως τ’ αφήνουνε το φως το ημερινό, σαν ξένο, 65 χλωμό, υπερούσιο, μυστικό, να φτάνει ώς εκεί μέσα. Τα κατηχούμενα αποδώ· το γυναιτίκι απάνου με τη σκεπή την κέδρινη και την κυπαρισσένια. Τη δωρική γυμνή ομορφιά καμαρωτά φορτώνουν φανταχτερά φορέματα. Πολίτικα στολίδια 70 στα κιόνια απάνου τα αττικά. Το θολωτό κιβούρι σκέπη της Άγιας Τράπεζας. Ο πρόναος Άγιο Βήμα, και βαφτιστήρι ο πέτρινος βωμός που τον πλουμίζουν καρποί, στεφάνια, βούκρανα, λουλούδια, αμπελοκλάδια. Αγνάντια από τον άμπωνα, σαν ξεχασμένη, αρχαία 75 μια πολυθρόνα στέκεται· σφίγγες τα δυο της χέρια. Και τους αγγέλους τους χρυσούς οι σφίγγες μαρμαρένιες τηράνε, πάντ’ αξήγητες· και μια φτερουγοφόρα γυναίκα, στου αρκουδόβατου τη φυλλωσιά κρυμμένη, στην πλάτη απάνου σκαλιστή της πολυθρόνας, δείχνει 80 το παγανό της πρόσωπο, το ξαφνιασμένο μάτι.

Απάνου από το Ιερό, στη βαθουλή αχηβάδα, ζωγραφιστή με το ψηφί, ξεχωρισμένη, λάμπει. Ολόρθη, αστόλιστη, καμιά κορόνα δεν της πρέπει. Μήτε παιδί στην αγκαλιά. Μόνη. Και σαν πλασμένη, 85 Ολύμπια θύμηση στερνή, από αττικό τεχνίτη. Κρυψώνας του χοϊκού κορμιού, συρτό βαριά ώς τα πόδια το φόρεμα το πράσινο, κι ο βυσσινής ο πέπλος μαστορευτά διπλώνεται και απλώνεται και πάει κάτου απ’ το γόνα το ζερβί και σα φτερό φαντάζει. 90 Και απαλογύριστη δεξά κι ακουμπημένη απάνου στο δεξί πόδι, ανάλαφρα λυγίζει προς τα πίσω τ’ άλλο της πόδι, και βαστά με το ζερβί το χέρι στον κόρφο τον πανάμωμο την άλικη τη σκέπη. Και στέκει σα στοχαστική και σάμπως καρτερώντας 95 τ’ αμάξι το χερουβικό να φύγει, ταξιδεύτρα.

Μα νά! τον ύμνο Της υψώνει μισουρανίς των ιερών ψαλτάδων ο χορός. Απ’ τ’ ανθρώπου την ψυχή στο μαρμαρένιο κιόνι, τα πάντα είναι λατρείας προσφορά, 100 και τρέμουνε, σα φύλλα και φτερά, στης Αθηναίας την άσβηστη χρυσοκαντήλα εμπρός. Παπάδες και δασκάλοι, ψόφιοι ρητόροι, άδειοι σοφοί, τεχνίτες παπαγάλοι τ’ αρχαίου του λόγου, ξωτικά που τη ζωή ψευτίζουν 105 και πελεκάν την ομορφιά και την αλήθεια βρίζουν, στον Αυτοκράτορα μπροστά λυγίζονται και στέκουν· βυζαντινά αερόλογα τον έπαινό του πλέκουν. Κι εσύ, Αυτοκράτορα; Γρικά χωρίς ν’ ακούει, δε βλέπει, κι ανίσως δείχνει πως κοιτά. 110 Στων ουρανίων την παντοχή, στων επιγείων τη σκέπη με τα φτερά της δέησης πετά. Και η δέηση παράξενη, και φέρνει στα φτερά της μια φλόγα μεγαλόχαρη, μια μυστική δροσιά. Διπρόσωπη· καλόγερος αντάμα και απελάτης, 115 το μαύρο ράσο της χρυσή βαραίνει αρματωσιά. Και δυο αζευγάρωτοι χοροί τη δέηση αρμονίζουν. Ο πρώτος, η τρανή ζωή. Και μέσα του γυρίζουν, αστράφτουν, ξαναπλάθονται, βογκούν τα κοσμικά. Ο δεύτερος, ονείρατα σκορπίζει εκστατικά… 120 Λευκό το μοσκολίβανο, χρυσό το θυμιατήρι. Γύρω πολύβοο ξέσπασε το μέγα πανηγύρι. Εδώ απαλό το ψάλσιμο, το σκούσμα εκεί τραχύ. Κι ο βασιλιάς αμίλητος· και δέεται. Μια ψυχή.

Μαρία Κυρά Αθηνιώτισσα, πιο γαληνή, πιο ωραία 125 στον πιο ωραίο, πιο γαληνό μέσα στους θρόνους θρόνο, νικήτρα Εσύ της Αθηνάς και σκέπη της Αθήνας!

. . . .

Ανασασμός μου ο πόλεμος και λογισμός μου εκείνος. Κάτου κι απάνου πόλεμος, και γιόμισε κι ο κόσμος ρημάδια και ξεβράσματα. Και η πλάση, Λάμια· και όπου 130 ρίχνω το μάτι, όπου γυρνώ τη θύμηση, ολοένα τον πόλεμο θα στοχαστώ, το Χάρο θ’ αγναντέψω. Βροχή από αίμα αργόβρεξε, κι οι ανεμικές και οι μπόρες χυθήκανε και φρυάξανε, και οι χώρες απομείναν χήρες που δέρνονται σκυφτές προς τάφους νιοσκαμμένους. 135 Και ποταμούς και θάλασσες και λίμνες τα καρφώνει πάγος που μόνο θάνατος έτσι σκληρό τον έχει. Και ήρθε σεισμός ξεριζωτής σ’ ανατολή και δύση, κάστρων και πύργων χαλαστής. Κι ο μέγας τρούλος πάει, κορόνα της Αγια-Σοφιάς. Και απάντεχα θεριεύει 140 το κύμα του Κατάστενου και τη στεριά ρουφάει, κι ο φράχτης που διπλός τριπλός την Πόλη σφιχτοζώνει από τους Πύργους τους εφτά πέρα ίσα στις Βλαχέρνες, βαστά τ’ αχνάρια του σεισμού στο πέτρινο κορμί του. Και τριζογέρνουν, έτοιμα να σωριαστούν, παλάτια 145 θεόρατα, και χάσκουνε κάτου από κείνα οι τράφοι και καρτεράνε μέσα τους να θάψουν τα παλάτια· κι από ’να σπίτι τρίψηλο δε σώθηκε ορθωμένος παρά ένας τοίχος, κι έλεγες πως θα ’πεφτε κι εκείνος ανίσως και δεν του άπλωνε τους κλάδους του αντιστύλια 150 στο πλάι του ένας πλάτανος. Κι είπα μες στην ψυχή μου τρυφερεμένα εγώ ο σκληρός: Κάποιες χλωμές ζωούλες από τον όλεθρο άγγιχτες, έτσι, όταν τα μεγάλα λαβώνονται και ρεύουνε, βοηθάνε τα μεγάλα, κρατώντας τα από το χαμό, κι όσο άπλερες κι αν είναι. 155 Τέτοιο ποτέ δεν ήβρα εγώ στη ζήση μου αντιστύλι. Η αναβροχιά και η λοιμική και η πείνα ξολοθρεύουν. Την Πολιτεία νεροσυρμή σα να τη συνεπαίρνει, τις χήτες τους από ψηλά οι κομήτες ανεμίζουν, κι είναι σα να μουγκρίζουνε στην άλαλη την πλάση, 160 και πέφτουν οι αστραπόπετρες, προφήτισσες του ολέθρου και η θάλασσα ξεχείλισε και πήγε ώς την κολόνα που ήταν το κάστρο τ’ άφταστο του ασκητευτή του γέρου. Απόξω από τα κοσμικά, στυλώνονταν ο ίδιος, νοητή κολόνα απόκοσμη, και σαν το στοχασμό του 165 κατάβαθο ήβρε θάνατο στην άβυσσο. Κι ο κόσμος τρόμαξε κι είπε: «Κύριε, κακός που είν’ ο θυμός σου!»

Κι απάνου απ’ όλα, πιο πολύ κι απ’ όλα, εγώ· από μένα πόλεμος, πάντα πόλεμος με ξένους και δικούς μου, πόλεμος με την Αραπιά, πόλεμος με το Ρούσο, 170 με το σκυλί το Βούργαρο, με Φράγκους, με Ιβηρίτες, με βοριανούς, με δυτικούς, με ανατολίτες· πάντα μ’ αδέρφια, με υποταχτικούς, με οχτρούς, με μπιστεμένους, με λογοθέτες, με σοφούς, με αρχόντους, με τους πρώτους απάνου στ’ άρματα, με αγνούς, με δίβουλους, με κλέφτες, 175 και με της βασιλείας μου τις δυο θεοσταλμένες πληγές, το Βάρδα το Φωκά και με τον άλλο Βάρδα· με χίλιους μύριους πόλεμος, και πόλεμος και μ’ όλους. Κι ο αμολόητος πόλεμος κι ο πιο βαρύς αγώνας, του ίδιου εμένα ο πόλεμος μ’ εμένανε τον ίδιο!

180 Στον πόλεμο οδηγήτρα Εσύ, μεσίτρα στην ειρήνη, Υπέρμαχη Στρατήγισσα, σ’ Εσέ τα νικητήρια!

. . . .

Βαρύς κι αργοξεθύμαστος θυμός με τρώει εμένα, και πότε δούλος του θυμού και πότε αφέντης του είμαι. Από γλυκά κι ευγενικά φερσίματα δεν ξέρω. 185 Πώς ήμουν, και πώς έγινα! Δικό σου είναι το θάμα, ω Παναγιά Αθηνιώτισσα, στο κάστρο σου ντυμένη μ’ όλο το φως τ’ ολόχυτο περίγυρα, που τέτοιο μηδέ στην Πόλη ανάβρυσε, στη μάνα της λαμπράδας. Ό,τι κι αν ήμουν, γίνηκα να βασιλεύω, κι οι άλλοι 190 μικροί, μεγάλοι, να μ’ ακούν, γιά το ’χει γράψει η Μοίρα, γιά το ’γραψε το χέρι μου· σα Μοίρα είναι και κείνο. Οϊμέ! παραπατήματα και κρίματα της νιότης, πιο αστόχαστα και πιο βαριά κάθε φορά που πάτε και των πορφυρογέννητων αρπάζετε τη ζήση 195 και τηνε κατεβάζετε με τη ζωή των άλλων στων παθών αξεχώριστα των ίδιων την κυλίστρα! Και στρατολάτη του χαμού κι εμένα με γνωρίσαν οι ανέμοι, τα δροσόπαγα, το κάμα, το μελτέμι, ξεφαντωτή, ξενυχτιστή και τρελοχαροκόπο, 200 κάτου από τ’ άστρα τ’ ουρανού και μέσα στα κουβούκλια, σε μονοπάτια, σε σπηλιές, λακκώματα, λαγκάδια. Και τα καλοπεράσματα κι οι ακαματιές με ξέρουν· στα κονταροχτυπήματα και στα τρυκανιστήρια, των αλαφιών κυνηγητής και των κυράδων κλέφτης. 205 Μα κι οι αγκαλιές οι αχόρταγες κι οι ολονυχτιές με ξέρουν, ανοιχτοχέρης, ξοδευτής, ακράταγος, τα πάντα. Κι άξαφνα, νά! Ίδια η ζωή μού κράζει «Στάσου!» κι η ίδια με βιας με γύρισε άξαφνα. Το μαθημένο χέρι, τη δύναμη όλη δίνοντας, έτσι γυρίζει το άρμα 210 την ώρα που το άλογο ξαφνιάζεται και σέρνει στο γκρεμό το άρμα· και άλογο και αρματοδρόμο και άρμα στην πλατωσιά τα ξαναπάει του δρόμου, για τη νίκη. Και νά ο Σκληρός και νά ο Φωκάς και νά στο πλάι μου όλοι και οι δολοπλόκοι και οι κρυφοί κι οι αχάριστοι κι οι αντάρτες, 215 της νύχτας αρχιστράτηγοι και πρωτοκυβερνήτες. Καταραμένοι αν είστ’ εσείς, ευλογημένοι να ’στε! Πλωρίτη με ξυπνήσατε, γιομίζοντάς με μάτια, κάματε το καράβι μου κι αρμένισε ίσα πέρα από τις βαλτοθάλασσες κι από τα ρήχια, απ’ όλα 220 τ’ αναποφάσιστα, τα οκνά, τα γλιστερά, τα σάπια, στα πέλαγα τα ολάνοιχτα, για νά βρει τη φουρτούνα!

Μ’ εσέ ξημέρωσε η χαρά και σβει η κατάρα, πήρε μ’ εσέ, Μητέρα, κι ο Θεός την ομορφιά του Βρέφους, κι ο γερο-κόσμος άλλαξε και νιος ξαναστυλώθη.

. . . .

225 Ήρθε τ’ απίστευτο όνειρο στην υπνοφαντασιά μου:

Είδα ολοτρόγυρα από με, και γνώρισά τους όλους, ίδιους απ’ την κορμοστασιά κι απ’ την περπατησιά τους, ίδιους με τον αέρα τους και με τη φορεσιά τους, στη μακρυσμένη αντιφεγγιά των περασμένων, και είδα 230 και μέσα στων αγέννητων αιώνων τη θολούρα καισάρους και δομέστικους, δουκάδες και ρηγάδες, κι όσους μ’ εμέ προφτάσανε κι όσους θα ’ρθούν κατόπι, σε κιόνια αρχόντων καθιστούς και σε πορφύρας θρόνους. Χέρια τους, πόδια και κορμιά, χέρια, κορμιά και πόδια 235 ανθρώπων· τα κεφάλια τους από θεριά κεφάλια. Και ζούσανε. Και κάνανε μια λιτανεία και ψέλναν, —πατριάρχης δαίμονας μπροστά,— του Σατανά τη δόξα. Κι αργοπερνώντας μούγκριζαν, ουρλιάζαν και φριμάζαν, αγριόγατοι, όναγροι, ύαινες, ουραγκοτάγκοι, λύκοι, 240 γήταυροι, αρκούδες, τέρατα. Κι έδειχνε κάθε όψη και την ψυχή του καθενού στο ταιριαστό της είδος.

Σκέπη του κόσμου πιο πλατιά απ’ τον κόσμο, στο σκοτάδι πύρινε στύλε οδηγητή, και της ψυχής λιμάνι, και ποταμέ που μας κυλάς το μέλι και το γάλα!

. . . .

245 Όλους πού να τους θυμηθώ, πώς να τους μνημονέψω! Πρωτόβγαλτος κι αθάρρευτος κι ακάτεχος του κόσμου προς τον Παρακοιμώμενο το συνονόματό μου τη σκέψη πρωτογύρισα και στύλωσα το μάτι· μεγάλη μέσα του η ψυχή σαν το κορμί του απόξω! 250 Τη ζυγαριά μου σαν κι αυτόν κανείς δεν έγερνε άλλος. Κυβερνητής και φροντιστής. Και του είπα: «Τράβα, αφέντης, κυβέρνα και βασίλευε για με, σα να μην ήμουν εγώ, σα να γεννήθηκες εσύ στο θρόνο!» Μόνο πως δεν του είπα: «Τράβα ομπρός! Κι εγώ θα σ’ αγναντεύω 255 ήσυχα και σπουδαχτικά. Και θ’ αγναντεύω σε, όχι για να προβάλω σου κριτής και να σε στεφανώσω με τα στεφάνια που φορούν του τσίρκου οι νικητάδες· θα σ’ αγναντεύω για να ’ρθώ κατόπι σου στο δρόμο που έσκαψες κι άνοιξες εσύ παραμονεύοντάς με, 260 να φτάσω όπου δεν έφτασες και να σε ξεπεράσω». Ο δάσκαλός μου χτύπαγε συχνά πυκνά τ’ αφτιά μου με ποιού, δεν ξέρω, αρχαίου σοφού, μπορεί λησμονημένου, λόγια: «Η ζωή σαν τον αγώνα· μέσα στον αγώνα μόνο οι πολλοί αγωνίζονται, μα οι διαλεχτοί αγναντεύουν· 265 κι αυτοί είν’ απάνου απ’ τους πολλούς, κι ο διαλεχτός αξίζει για χίλιους μέσα στους πολλούς». Μα καταδέξου τώρα και γίνε μαθητούδι μου κι εσύ, και γρίκησέ με, δάσκαλε, νά! μεγάλωσα, απόκοτο μην πεις με: Μες στους πολλούς οι διαλεχτοί· κι απ’ τους πολλούς απάνου 270 κι ανάμεσα στους διαλεχτούς οι δυνατοί, πιο απάνου, πιο απάνου από τους διαλεχτούς οι δυνατοί, πιο απάνου· οι δυνατοί που ορθώνονται και που ξανοίγουν πρώτα στοχαστικά, ακατάδεχτα, γαλήνια, φροντισμένα, στον τσίρκο κάθε αγωνιστή και κάθε αρματοδρόμο, 275 πάντα παραμονεύοντας και πάντα καρτερώντας γοργό και δέξιο τον καιρό για να χιμήσουν οι ίδιοι, αγωνιστάδες έτοιμοι, δασκαλεμένοι σε όλα, για τα σφιχτοπαλέματα και τους μακριούς τους δρόμους.

Παραδυνάστη σε ύψωσα, κι εσύ δεν είπες: Φτάνει!— 280 Μα τολμηρέ και αστόχαστε και φαντασμένε, πότε μέσα στο νου σου το ’βαλες και μες στην πράξη το είδες το κάτι που δε γίνεται και σα γενεί είναι κρίμα, το κάτι που δεν πλάθεται και σαν πλαστεί είναι τέρας, να είμαι στο πλάι σου δεύτερος κι εσύ μπροστά μου πρώτος; 285 Σαν κέδρο και αν υψώθηκες, εγώ είμαι ο ξυλοκόπος με το τσεκούρι που χτυπά τα κέδρα, και τα ρίχνει. Και μ’ ένα μόνο γνέψιμο και δίχως άργητα είδα κι εσέ και τα μεγάλα σου να σωριαστείτε εμπρός μου. Ξένο το σπλάχνος μού έγινε κι η καλοσύνη οχτρός μου. 290 Μέσα μου κάτι πέθανε. Και κάποτε θυμάμαι πως ξόδι ετοίμασα λαμπρό μιας λυγερής και πήγα κι έσκαψα και την έθαψα· κι ήσουν, εσύ, καρδιά μου.

Αγνό βιβλίο και ζωντανό που το ’χει σφραγισμένο το Πνέμα, ρόδο αμάραντο, πύρινε θρόνε, χαίρε!

. . . .

295 Καθάρια εγώ και δυνατά στ’ απλά και στα μεγάλα δίνω μια σάρκα στρογγυλή, κι όλα τα κάνω αλήθειες που ήταν καπνοί και ονείρατα· εκεί που ολόγυρά μου και οι καθαροί κι οι δυνατοί κι αυτοί που σαν εμένα περήφανα και το σπαθί δουλεύουν και τη βέργα, 300 ρηγάδες, πρωτοστράτηγοι, θαμπά παραπατάνε, και κυνηγάν τα σύγνεφα και μάχοντ’ όλο με ίσκιους.

Φύτρωσες, βέργα μυστική, το αμάραντο λουλούδι, άρμα του Εσένα διάλεξε κι ο νοητός ο ήλιος.

. . . .

Η φτώχεια είν’ η καλή μου εμέ, του πλούτου αν είμαι ο κύρης, 305 και τα πολλά για να κρατώ, φτάνουν εμέ τα λίγα. Σύνεργο εσύ λαμπρότατο του χαλασμού, χρυσάφι! Λάμια τον άσωτο που τρως, ω ξωτικό, που πήρα και τα φτερά σου τα ’κοψα κι έκρυψα τα φτερά σου και σε κρατώ υποταχτικό της γνώμης μου, και σκλάβο. 310 Μεστά είναι τα παλάτια μου κι οι θησαυροί μου είν’ όλοι μες σε κατώγια ανήλιαγα κι ανεύρετα κελάρια με τ’ άσπρα και τα πέρπυρα και τα κωσταντινάτα, κι απ’ όσα των Ιβηριτών οι τόποι εμένα δώκαν, κι απ’ τους Καλίφες της Συριάς αμέτρητα όσα πήρα 315 κι όσ’ αρπαχτά από τους Κελτούς κι όσα φερτά απ’ το Σκύθη κι όσ’ απ’ αλλότριους μάζωξα κι από δικούς μου βρήκα και στα σεφέρια τ’ ανοιχτά και στα κρυφά καρτέρια. Τί θέρος αλογάριαστος και τί σοδειά ευεργέτρα για τους καιρούς τους άρρωστους που αργά ή γοργά πλακώνουν! 320 Βαθιά ’σκαψα κι απόκρυψα σε στέρνες και σε γούβες, —έτσι οι νεκροί του Μισιριού κοιμούνται τους κρυψώνες— και κάρφωσα και σκόρπισα και τα μαργαριτάρια και τα ζαφειροσμάραγδα και τα διαμάντια, μέσα. Και δε στολίστηκ’ απ’ αυτά με τίποτε, και μήτε 325 που μοίρασ’ απ’ τη χάρη τους κανίσκια και το χέρι δεν άπλωσα ν’ αγγίξω τα· και φυλακάτοράς τους παράξενος ατάραχα κι αχόρταγα τα βλέπω, και σφιχτοχέρης έτοιμος για να τα σπαταλέψω· μαζί και τα καταφρονώ και τ’ αγαπώ, σαν κάτι, 330 που δεν αξίζει τίποτε, κι όλο τον κόσμο αξίζει· γιατί μπορεί σε μια στιγμή το τίποτε να γίνει, σαν προστασμένο από το πνέμα του Κυρίου, να γίνει μια πλάση αρμάτων, καραβιών, παλικαριών και κάστρων.

Όπου έσταξες, το γιάτρεψες το φλόγισμα του ειδώλου. 335 Δροσιά, για Σένα κι ο ύμνος μου σ’ αιώνες των αιώνων.

. . . .

Μακριά από με το κάθε τι που τίποτε δεν κάνει παρά να πλάθει τη σκλαβιά και να σφυροκοπάει χαλκάδες, κι όσα ανόητα ζητάν να το ποδίσουν το τρέξιμο του δυνατού, μακριά από με τα πάντα. 340 Κι από τ’ άδεια ορμηνέματα του φίλου λυτρωμένος, και πρώτ’ από τη βρομερή λαχτάρα της γυναίκας. Κι έγινα ο μαυροφόρετος καλόγερος του έργου που όλο τραβά με το σταυρό μπροστά και με τη σπάθα. Κι όπως από τα τρυφερά κι από τα χαύνα, απ’ όλα, 345 ψυχή μου, σε ξεστόλισα, και σ’ άφησα με μόνο το γυάλισμα της γύμνιας σου, σκληρής, τραχιάς, αντρίκειας, έτσι έριξ’ αποπάνω μου κι έβγαλ’ απ’ το κορμί μου τα πλήθια τα διαμαντικά και τα λαμπροβαμμένα φορέματα και τ’ ακριβά σαγιά και σκαραμάγκια, 350 γιατί όλα τους αταίριαστα κι ανάξια της ζωής μου, αστόλιστης κι ασκητικής κι ελεύτερης, που πάει, πάει στην ιδέα πανύψηλη ταμένη κι ανεβαίνει πανάλαφρη, και τίποτε δε θέλει να βαραίνει τ’ ανέβα της. Νους και ψυχή, και σάρκα, και όψη, και όλα, 355 μιαν αρμονία πολύφωνη που ανάλλαχτη κρατιέται, κι ο πρωτοψάλτης είμ’ εγώ· και η βέργα μου αδερφώνει στόματα κι όργανα σφιχτά δεμένα στο σκοπό μου.

Τους φιλοσόφους άσοφους δείχνεις, και μωρολόγους των όμορφων παραμυθιών τους ραψωδούς, ω Κόρη, 360 κι έπλεξες το στεφάνι Εσύ που είν’ άπλεχτο από χέρια.

. . . .

Πάρε κι εσύ ένα τρίψαλο της δύναμής μου και άμε και μάσε τ’ αποκόμματα και τ’ αποδιαλεγούδια, άμοιαστο αδέρφι, που μεθάς κι απέ βαριά κοιμάσαι στις αγκαλιές με τους μικρούς καημούς, με τα τραγούδια. 365 Ο κληρονόμος μου είν’ αυτός! Δέσποινα, μην το δώσεις, και το δικό μου το σπαθί να το κληρονομήσει! Θα πέσει από το χέρι του, και θα το συνεπάρει, ποιός ξέρει, ποιά νεροσυρμή! κι ανίσως δεν προστάξει τον άγγελό του ο Κύριος να το περιμαζώξει, 370 ποιός ξέρει σε ποιά γη θα βγει και πού θα καταντήσει, σε τόπους ποιούς αλαργινούς, ποιά χέρια αλλότρια, χέρια πολέμια, θα τ’ αρπάξουνε μια μέρα το σπαθί μου, για να χτυπήσουνε μ’ αυτό τα σπλάχνα μου στη γη μου! Κάλλιο για πάντα να χαθεί στης άβυσσος το βάθο! 375 Τώρα, όσο ζω ζήσε κι εσύ, τ’ άμοιαστο αδέρφι, μέσα στις στράτες τις λιβαδωτές κορφολογώντας άνθια, και μες στα μαρμαρόλουτρα και στα χρυσοπαλάτια τη θηλυκή σου τη ζωή τη μοσκοβολισμένη με τους κολάκους ξόδευε και με τους χαροκόπους· 380 και με τους γερακάρηδες τα ωραία κυνήγια παίζε, και τάιζε τα λαγωνικά τ’ αλάφια να σου πιάνουν, και ζήσε για να σου ρουφά το αίμα σου η γοργόνα. Σέρνε τα πόδια όπου στρωτή μπροστά σου ρούγα βλέπεις, και σήκωνε τον κουρνιαχτό της χιλιοπατημένης. 385 Τη στρώνω εγώ τη ρούγα μου και την πρωτοπατάω, κι όλο τραβάω στ’ αλλού μακριά και φτάνω πέρα ώς πέρα στην άκρη, στ’ ακροσύνορα, και μάκρος δε γνωρίζω, ο Διγενής γιατ’ είμ’ εγώ, γιατ’ είμ’ εγώ ο Ακρίτας. Τραβώ προς την Ανατολή και πάω κατά τη Δύση, 390 κι όπου κλεισούρα καρτερώ και στέκομαι όπου πόρτα, κι όλο κρατώ στ’ απόμακρα με τη γυμνή ρομφαία της Ρωμιοσύνης τον οχτρό, τον άπιστο του θρόνου. Κι εγώ είμ’ ο γλήγορος βοριάς που μέσ’ από τα δέντρα βροντολογάω σα βούκινο της παρουσίας της θείας, 395 και που τα μαύρα σύγνεφα σπρώχνω μακριά και διώχνω, κι όλο και κάνω πιο πλατιά τα ουράνια τα γαλάζια.

Ψηλότερη απ’ τους ουρανούς, της γης το θέμελο είσαι!