Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΛΟΓΟΣ Η΄
Προφητικός

Βασιλεύσουν μετά ταύτα
αναιδείς και άγνωστοί τε,
άνδρες τοίνυν και γυναίκες
μιαροί και βέβηλοί τε…
Κι απέκει έρχεται τ’ αρκούδιν
ν’ ανασπάσει τα παλούκια,
και τον φράκτην να τον κάψει,
και τον τράφον ν’ αφανίσει…
Και πάλιν έξεις, Επτάλοφε, το κράτος.

Χρησμός Λέοντος του Σοφού
Από το μάτι του ανάβρυσε η ζωή μιας
σκέψης πάντα νέας που τρυπάει κατάβαθα
τα Τωρινά, τα Περασμένα, τ’ Αυριανά.

Shelley («Ελλάδα»)

Ο Προφήτης που κοιτάζει με τα μάτια του Οραμάτου κι ο Προφήτης που κηρύττει με του Αύριο το στόμα, 5 κι από ποιά πνοή δεν ξέρω τραβημένος, πνοή κι εκείνος, παρατώντας τα δικά του, τους αϊτούς και τα λιοντάρια, και τ’ απόκρυφα βιβλία, 10 πήγε κάτου απ’ τη μονιά του κι ήρθε μέσα στους ανθρώπους, μες στον Τσίρκο τον απέραντο το μαρμαροστυλωμένο. Και νά ο Τσίρκος περιμένει 15 να γιορτάσει το γιορτάσι που γιορτάζει με το Μάη, και ξεχείλισε και βουίζει μέσα του της Παναγίας και της αμαρτίας η Πόλη. 20 Κι ο Προφήτης μες στον Τσίρκο χτίσματα και θάματα είδε, τέρατα είδε γεννημένα μέσ’ απ’ τα φιλιά των άδειων και των παραστρατισμένων. 25 Κι είδε τα είδωλα πανώρια βάρβαρα κι από τους τόπους κι απ’ τους χρόνους κουρσεμένα. Και γιομίζουνε τα πλάτια, και ξαφνίζουνε τα ύψη 30 στύλοι, πύργοι, θεοί κι ανθρώποι, χίλιες μύριες ζωές, που ζούνε και χαλκές και μαρμαρένιες και στου ελέφαντα τη χάρη και στ’ ολάκριβο χρυσάφι 35 και σε κάθε τι που λάμπει και σκληρό είναι και κρατιέται ξένο, ασάλευτο, και που είναι σοφία κι αίνιγμα και τέχνη.

Κι είδε πλούσιο αρχοντολόι 40 και βαρύ και φαντασμένο και σαν αλυσοδεμένο και σοφά βαλτό σε τάξη γύρω γύρω στο ρηγάρχη στο θεοδώρητο δεσπότη. 45 Και με τ’ άσπρα τα σαγιά είδε και με τα χρυσά βραχιόλια και πορφυροβουτημένους μάγιστρους και λογοθέτες και του Παλατιού τους πρώτους. 50 Και τους χρυσαρματωμένους τους κουβικουλάριους είδε, και ζωστές και ρηγοπούλες, και σαν άστρα απαλοφέγγαν. Και τους μαγγλαβίτες είδε 55 γαύρους με τ’ απελατίκια. Και σε μια γωνιά, αλλού πέρα, και σαν παραπεταμένους είδε μια φουχτιά λεβέντες να πλευρώνουν πεζεμένοι 60 τ’ αστρομέτωπα άλογά τους, και στα βένετα κοντάρια ν’ ακουμπάν αφαιρεμένα τα γιγάντικα κορμιά τους. Και ήταν οι Ακρίτες, και ήταν 65 σκόρπιοι και παρατημένοι, τρίψαλα κι απομεινάρια, τα στερνά τα παλικάρια. Κι ανατρίχιασε ο Προφήτης.

Και δεν είδε να προβάλει, 70 μέσ’ από το Τριμπουνάλι τ’ αεροκρέμαστο, την όψη τη λειτουργική του ο Ρήγας. Και τον είδε με τους μίμους, και τον είδε με τους νάνους, 75 με του τσίρκου τους παλιάτσους, με του τσίρκου τις καρούχες, με του τσίρκου τους ηρώους. Ταίρι και όλων είν’ ο Ρήγας, όλων είναι σταυραδέρφι, 80 κι αγωνίζεται μαζί τους, μεθοκόπος, χαροκόπος, μες στον Τσίρκο τον απέραντο που γιορτάζει το μεγάλο το μαγιάτικο γιορτάσι. 85 Και τον είδε απάνου στο άρμα με του Βένετου το ντύμα με του Πράσινου το χρώμα κι ορθός κι έτοιμος να στέκει για το τρέξιμο, αφρισμένος. 90 Κι ανατρίχιασε ο Προφήτης.

Και τους Πράσινους τους είδε και τους Βένετους τους είδε, και είδε το σκυλί που ξέρει να υποτάζεται, να γλείφει, 95 να λυσσάει και να σπαράζει· το σκυλί το καμωμένο κι από πίστη κι από δόλο. Και ξεχειλισμένα τα είδε, σκαλιά, βάθρα και καμάρες, 100 θρόνους, δρόμους και σφεντόνες από τη μπασιά του πλήθους. Μαυρομάλλινα καμίσια και μαλλιά κοντοκομμένα και στεφάνια βελουδένια 105 και τριανταφυλλιά γιορντάνια, και παράξενα τραγούδια και λουλούδια και μαντίλια, κι αεροσειένται μες στα χέρια. Και πυκνά και λαμπυρίζουν 110 χεροσκούταρα και λόγχες, και σαλεύουν και προσμένουν δήμαρχοι και δήμοι και όχλοι να χαρούν το πανηγύρι τ’ ανοιξιάτικο το μέγα 115 μες στον Τσίρκο τον απέραντο. Κι απ’ τα υψώματα του Τσίρκου πέρα ολόβαθα καθάρια, μ’ όλα της τα περιγιάλια, μ’ όλα της τ’ αραξοβόλια, 120 μ’ όλα της τα γλαυκονήσια την αγνάντεψε μακριάθε πρωινή, μαγιάτικη, όλη, κι έξω απ’ όλα, απάνω απ’ όλα, και σαν όραμα, τη θεία 125 θάλασσα, την Αφροδίτη των γιαλών, την Προποντίδα. Κι ανατρίχιασε ο Προφήτης.

Και τον Πύργο το φωσφόρο που βιγλάτορας φυλάει, 130 κι αγναντεύει, και είν’ Ακρίτας και είν’ ολόμπροστα, απ’ τα ύψη του βασιλικού αγιασμένου Παλατιού, τον είδε ξάφνου —κι ανατρίχιασε ο Προφήτης— 135 να φλογίζεται, ν’ ανάφτει, τις φωτιές του όλες ν’ ανάφτει, ν’ ανεβαίνουν οι φωτιές του, να τινάζονται, να τρέμουν, και στον ήλιο να φαντάζουν, 140 μαύρες γλώσσες να φαντάζουν· και είναι γλώσσες που μιλάνε, και είναι γλώσσες που μηνάνε πως το πάτησε το χώμα των Ελλήνων, και πως μπήκε 145 και τραβάει μπροστά και φτάνει και την Πόλη φοβερίζει πάντα οχτρός κι από αιώνες, ο πιστός του Μωχαμέτη, του Κυρίου θυμός, η μοίρα 150 και η κατάρα των Ελλήνων. Στ’ άρματα! Στ’ άρματα! ο Τούρκος!

Και είδε το μαντατοφόρο Λογοθέτη του πολέμου κι άκουσε το μήνυμά του: 155 «Βασιλιά κι αφέντη! Ανάψαν όλοι οι Φάροι οι μηνυτάδες, απ’ του Μυσικού του Ολύμπου τις κορφές ώς εδώ πέρα στη Χρυσόπολη αποπάνου 160 στ’ άγιου Αξέντιου μπρος τη ράχη. Νά κι ο Πύργος ο φωσφόρος απ’ το Μέγα το Παλάτι! Μπήκε οχτρός και μας πατάει. Καρτερούμε, η προσταγή σου. 165 Κόφτε τη γιορτή, τον τσίρκο κλείστε, τ’ άρματα κρεμάστε τα βασιλικά στην πόρτα της Χαλκής, σπαθί, σκουτάρι, και λουρίκι, του πολέμου 170 δώσ’ το μήνυμα, ρηγάρχη! Στ’ άρματα! Στ’ άρματα! ο Τούρκος!—

Κι αποκρίθηκε απόκοτα ο ρηγάρχης· —Λογοθέτη λούφαξε κιοτή, τίποτε δε δύνεται να κλείσει 175 την ορμή μου, τη χαρά μου, τη γιορτή.

Θέλω ως άρχισα το δρόμο να τον τρέξω πέρα ώς πέρα αρματηλάτης νικητής· τη χρυσή την αλυσίδα ποιός θα κόψει της ορμής μου, της χαράς μου, της γιορτής;

180 Μήτε τούρκος, μήτε δαίμονας θα φτάσει, μήτε πόλεμος, μήδε σεισμός κανείς· του πολέμου εδώ είν’ οι κάμποι, αγωνιστάδες της ορμής μου, της χαράς μου, της γιορτής.

Σκάφτουν τ’ άλογα το χώμα και τ’ αμάξια 185 βογκοτρίζουν ζωντανά· και ο λαός μου καρτεράει να στεφανώσει της γιορτής μου την ορμή και τη χαρά.

Του πολέμου τις φωτιές σβήστε τις όλες, και συντρίφτε κάθε φάρο ενοχλητή, 190 και γκρεμίστε όλους τους Πύργους τους φωσφόρους. Μόνα ορθά, η χαρά κι η ορμή μου και η γιορτή.

Εμπρός τ’ άρματα κι εμπρός οι αρματοδρόμοι, κι ετοιμάστε το γλυκόπιοτο κρασί, κι αλαλάζοντας, λαοί μου, υμνολογήστε 195 της γιορτής μου τη χαρά και την ορμή!—

Κι έσβησε η φωτιά η μηνύτρα, και γκαπ! γκοπ! ρημάδι ο Πύργος κι αντιβρόντησε κι ο Τσίρκος και οι καρούχες ξεκινήσαν, 200 και μπροστά κι απ’ όλους πρώτος και ροδοστεφανωμένος ο ρηγάρχης ο μονάρχης για τη νίκη αρματοδρόμος. Και αργοαπλώθη στον αέρα 205 και τον άκουσε ο Προφήτης τον πασίχαρο τον ύμνο κι απ’ του Πράσινου το στόμα κι απ’ του Βένετου το στόμα.

Οι Πράσινοι και οι Βένετοι

Κοίτα την Άνοιξη και πάλε 210 όμορφα που ροδοχαράζει! Χαρά και υγεία κι ευτυχία του κόσμου φέρνει, αντραγαθίες θεοδώρητες και νίκες δίνει του Βασιλιά σου, Ρωμιοσύνη!

215 Γιομάτη από τη ζωγραφιά σου κι η Ανατολή, μεστή και η Δύση, χάρηκε ο Δούναβης μ’ εσένα, και σε λαχτάρισε και ο Κύδνος· κι εγώ μονάχα από τη φήμη 220 κι από το λόγο σε γνωρίζω. Μην είσαι αδικητής, και στάσου για να χορτάσω την ειδή σου την ομορφιά σου ν’ απολάψω.

Καρτέρα με, πια οχτρούς δεν έχεις, 225 σκλάβοι σου οι βάρβαροι απ’ τη Δύση, κι απ’ την Ανατολή τα έθνη. Στάσου τα πόδια σου να πλύνω, στάσου να νίψω σου τα χέρια, στάσου τη σάρκα σου να λούσω. 230 Κι είναι πανώρια σου τα πόδια, τα χέρια σου είναι ματωμένα, κι έπαθε η σάρκα σου για μένα.

Είμαι όμορφη, κι εξουσιάζω τις χώρες όλες, ωραίος είσαι 235 κι από τα Κράτη απάνω στέκεις. Έλα τις δυο τις ομορφιές μας ταιριάζοντας να τις χαρούμε. Πόλη δε θά βρεις από μένα λαμπρότερη στην Οικουμένη, 240 άλλο δε θά βρω στη ζωή μου ρήγα λαμπρότερο από σένα. Με βάφτισες τη νέα σου Ρώμη σε θάλασσες αγαθοσύνης, σε βρύσες μ’ έλουσες τροπαίων, 245 ρόγες και κούρσα χόρτασές με, απάνου απ’ το κεφάλι μου όλες μου ανέβασες εσύ τις νίκες. Ο Σκύθης σκύβει ομπρός μου, ο Πέρσης λυγίζεται και προσκυνά με. 250 Το σιδεροπουκάμισό σου και τη στολή της μάχης βγάλ’ τα, ντύσου το φόρεμα που πρέπει του νικητή, το σκαραμάγκι το ροδαρό, με τ’ ατλαζένια 255 τ’ ανθόκλαδα και τα διαμάντια. Ξεκαβαλίκεψε, ήλιε Ρήγα, ν’ αναπαυτεί και τ’ άλογό σου, στην Πόλη σου δώσ’ το το φως σου, σύμμετρα μοίρασε το φως σου, 260 μην τυφλωθούμε από το φως σου!

Κι ο ύμνος ο βενετοπράσινος πριν καλά να ξεψυχήσει, ξέσπασε άλλος μαύρος ύμνος, από τη γωνιά, αλλού πέρα, 265 καθώς πάει και σπάει το κύμα, το παιδί της τρικυμίας. Και δεν ήταν ύμνος, ήταν μοιρολόι κι ήταν κατάρα· κι η κατάρα απ’ τους Ακρίτες. 270 Κι ανατρίχιασε ο Προφήτης.

Οι Ακρίτες

Δίχως αφτιά και δίχως μάτια, κολάκων όχλοι, αλιά σ’ εσάς! Πλάνταξε στόμα που παινεύεις και πόδι που χοροπηδάς.

275 Μεθύσι ανάξιο σέρνει τα όλα στα θέατρα και στα καπηλειά, την παλλακίδα Πολιτεία, το γλεντοκόπο Βασιλιά.

Και μπλέκονται μέσα στα γκέμια 280 του κορονάτου του αμαξά και πέφτουν τ’ ακριβά και τ’ άγια. Πλακώνει, πλάκωσ’ η Αραπιά!

Μας έζωσε ο Καραμανίτης, του κόσμου ο ξεθεμελιωτής, 285 και των εθνών ο καταλύτης και της Ασίας ο νικητής.

Κι οι Ακρίτες μπαίγνια των παλιάτσων, και ψωριασμένα αποριχτά τ’ αργυροκάμωτα κοντάρια, 290 τα χρυσοσέλωτα φαριά.

Του Ακρίτα πύρινα ξεφτέρια, από τον Ταύρο ώς τα νησιά, σβήσαν οι Φάροι αράδα αράδα κι απ’ τα στενά κι απ’ τα βουνά.

295 Ένας κοντά απ’ τον άλλο σβήσαν, στρατιώτες, βάρδιες, μηνυτές, δρακόντοι κράχτες του πολέμου άγρυπνοι οι φάροι και οι φωτιές.

Κι όλα τα χέρια είναι παρμένα, 300 κι όλα τα μάτια είναι κλειστά· στερνή φωτιά άναψε· τη σβήνει το πρόστασμά σου, βασιλιά!

Κι οι Νικηφόροι αυτοκρατόροι κι οι Τσιμισκήδες οι γοργοί 305 και οι κένταυροι Βουργαροφάγοι καπνοί και σύγνεφα και αφροί.

Και νά! λαγόκαρδοι αφεντάδες και θηλυκοί και οκνοί και αργοί! Στον Τσίρκο μέσα οι χαροκόποι, 310 και στο ναό οι πορνοβοσκοί!

Τον πόλεμο που ξάφνου ανάφτει ξολοθρευτής και λυτρωτής πια δε μηνάνε κρεμασμένα στην πόρτα απάνου της Χαλκής,

315 πια δεν κρεμιένται σαν και πρώτα και δε βροντάν αστραφτερά Σπαθί, Σκουτάρι και Λουρίκι, τα όπλα τα βασιλικά.

Και στα περίγυρα του Ευφράτη 320 οϊμέ, στεφάνι της αντρειάς, οϊμέ της τόλμης το κεφάλι, το ρόδο της Καππαδοκιάς!

Ο μέγας Διγενής ο Ακρίτας στα ξέστρωτα, τα σκοτεινά 325 σφαλίστηκε απ’ το Χάρο, πάει της Ρωμιοσύνης η καρδιά!

Πάει, που τον είχες, Ρωμιοσύνη, κι απ’ τα θρονιά τα ρηγικά πιο απάνου, απάνου απ’ τα παλάτια, 330 στους βασιλιάδες βασιλιά.

Και πάει κι ο Πύργος του υψωμένος πέρα στου Ευφράτη τα νερά, της Ρωμιοσύνης η κορόνα και η σκέπη και η φεγγοβολιά.

335 Κάτου τετράγωνος ο Πύργος, απάνου οχτάγωνος χτιστός, Πύργος γιομάτος πολεμίστρες, Πύργος παράθυρα μεστός.

Κι έβλεπε προς τη Βαβυλώνα 340 κι αγνάντευε όλη τη Συριά και είχε κορφή που δεν της λιώνει φέγγος το χιόνι από μακριά.

Ταύροι και Αντίταυροι μπροστά του και Λίβανοι γονατιστοί, 345 με τα Βαγδάτια τους καλίφες και με τα κάστρα τους Ταρσοί.

Κι εμείς οι Ακρίτες σου κι οι Ακρίτες, φουρτούνες του θυμού σου εμείς, ξαφνίσματα κι άδεια στολίδια 350 μιας φαύλης άμοιαστης γιορτής.

Κι εμείς οι Ακρίτες του κι οι Ακρίτες άθλια συρμένοι, ω τί ντροπή! πορτοφυλάκοι ανάξιου ρήγα, σαν απ’ οχτρόν εκδικητή.

355 Παιδιών περίγελα και μπαίγνια! Πού είστε, ποτάμια, λαγκαδιές, χωσιές και κούρσα και σεφέρια, κλεισούρες, άκρες και κορφές!

Πάει κι ο στερνός ο Φάρος πάει, 360 φώτα και μάτια όλα σβηστά, χύθηκε η νύχτα. Αφορισμένοι! Πλακώνει, πλάκωσε η Τουρκιά!

Ο Προφήτης

Μες στις παινεμένες χώρες, Χώρα παινεμένη, θά ’ρθει κι η ώρα, 365 και θα πέσεις, κι από σέν’ απάνου η Φήμη το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση. Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι. Θά ’ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος 370 σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση, σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως το πρωί για σε δε θα γυρίσει.

Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια από μάισσες φυτρωμένα με γητειές· 375 πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια κι από τις δροσοσταλαματιές· θα σε κλαιν τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια και στα μνήματα οι κλωνόγειρτες ιτιές.

Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή 380 της χυτής σου της φωτιάς το θάμα· και στο κάστρο σου σπρωγμέν’ η Ανατολή λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα. Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα, κι ορθός κι άσειστος της δύναμής σου ο κάβος· 385 λυγισμένοι ομπρός σου νά κι ο Τούρκος, νά κι ο Φράγκος, νά κι ο Σλάβος. Στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τί μοίρα! καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου· στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τί μοίρα! 390 μόνη σου θα πέσεις να καείς, τρισαπελπισμένη της ζωής.

Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν με βιολιά και με ζουρνάδες γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες, 395 και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν, και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες και τ’ αγόρια σου τ’ αγνά θα τα μολέψουν με τ’ αγκάλιασμά τους οι σουλτάνοι, και τα λείψανά σου θα σ’ τα κλέψουν 400 οι ζητιάνοι.

Χώρα τρισκατάρατη, απ’ τα ύψη σε ποιά βύθη, χώρα αμαρτωλή! Και κανένας να σου δώσει δε θα σκύψει του θανάτου το στερνό φιλί.

405 Και το πέσιμό σου θα βροντήξει κι ένα μοιρολόι σου θα ουρλιάσει, και το μοιρολόι σου θα το πνίξει αποπάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση. Μια καινούρια πλάση, μια γεννήτρα 410 θα φουντώσει απ’ τα χαλάσματά σου, κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα, διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου. Πλάση αταίριαστη μ’ εσέ και ξένη, κι ας την έχεις με το γάλα σου ποτίσει· 415 την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει, κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση.

Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία, κολασμένη από την αμαρτία, νεκρή αφήνοντας εσένα 420 θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα. Σάμπως νά ειναι πουλημένη σε δαιμόνους, θα σπαράζει και θα πλέει μες στα σκοτάδια, και ίσκιος θα είναι μέσα στ’ άδεια, μες στην άβυσσο μια βάρκα· 425 κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνει σάρκα κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι. Και θα ζεις ξανά στους τόπους και στους χρόνους και στις ιστορίες των εθνών 430 και στους κύκλους των αιώνων θα μαυρολογάς, των ξεπεσμών ω Ψυχή, και των αδόξαστων αγώνων. Κι η Ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη, δε θα βρει ν’ αναπαυτεί· 435 του Κακού τη σκάλα από σκαλί σε σκαλί θα τηνε κατεβαίνει, κι όπου πάει κι όπου σταθεί, σε κορμί χειρότερο θα μπαίνει.

Και θα ’ρθεί μια μέρα, μαύρη μέρα! 440 Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία, θα κατασταλάξει πέρα, πέρα στην καμαρωμένη Γη, στου ήλιου τη χαρά, στ’ Απρίλη τον αέρα. Και στο φως θα βγει, 445 και ξαφνίζοντας τον ήλιο, σα θρεμμένο απ’ το δικό σου αίμα, ένα γέλιο, ένα παράλλαμα, ένα ψέμα, ένα κλάμα, ένα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.

Ο δικέφαλος αϊτός σου νά! μακριά 450 μακριά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια. Προς τη Δύση και προς το Βοριά την κορόνα φέρνει, και κρατά 455 —και τα νύχια του είν’ αρπάγια— και τη δόξα και τη δύναμη κρατά· και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο που γεννήθηκε από σένα μες στον ήλιο, κοίτα, Θεέ! θα σέρνεται μπροστά 460 σα μπαλσαμωμένη κουκουβάγια. Μ’ όλα σου θα ζει τα χαμηλά, με καμιά σου δε θα ζει μεγαλοσύνη, κι οι προφήτες που θα προσκυνά, νάνοι και αρλεκίνοι. 465 Και σοφοί του και κριτάδες του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι, και διαφεντευτάδες κυβερνήτες του οι ευνούχοι.

Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί, 470 ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα, και δε θά βρει το κορμί μια σπιθαμή μες στη γη για να την κάμει μνήμα, κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι, να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά, 475 κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός, και να ξημερώσει μιαν αυγή, 480 και να σε καλέσει ο λυτρωμός, ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα! Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή, θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα, και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή, 485 θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί, σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα, και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα,— 490 για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά! τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!