Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΛΟΓΟΣ Β΄
Δουλευτής


Αλήθεια πως ζούσε σαν όλοι, και φαινόταν
πως έκανε ό,τι κι οι άλλοι· απότομα δε
σηκώνονταν για να χτυπήσει τους νόμους του λογικού·
στην καρδιά του, κι όχι στο κεφάλι του,
φώλιαζε η αρρώστια.

ByronΛάρας»)
Τα πραγματικά μ’ αηδιάζουν, και τα ιδανικά δεν τα βρίσκω.
Amiel («Journal Intime»)

Κι έσκυψα προς την ψυχή μου, σα στην άκρη πηγαδιού, κι έκραξα προς την ψυχή μου με το κράξιμο του νου· 5 κι από το πηγάδι το βαθύ, σαν από ταξίδια, ξένη, προς εμένα ανεβασμένη ξαναγύρισε η φωνή.

—Είσαι ο μόνος, είσ’ ο ασύγκριτος, 10 είσαι ο χωριστός, στα μεγάλα τα πετάματα όλο υψώνει σε και είν’ ο νους σου χρυσαϊτός· και η ζωή σου με τις έγνοιες είναι σαν τα παιγνιδίσματα 15 του ήλιου με τα σύγνεφα· σα θάνατος όταν ο ήλιος δεν τα καταλεί, στη ματιά που τα θωρεί κάνει τα, σαν πλάστης, κόσμους.

Παιγνιδίσματα… πετάματα… ο ασύγκριτος… 20 μην το παινευτείς! Σίμωσε, άπλωσε το χέρι, βόηθα, γίνε δουλευτής· ταίριαζε, άκουε, φρόντιζε και ρώτα, γείρε, αν θέλεις να υψωθείς· 25 νίκη σου, ανυπόταχτε, σ’ εσέ να πεις: «Υποτάξου πρώτα!»

Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας κι ο εξουσιαστής του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου· 30 γίνε δουλευτής. Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα, ρίχ’ το δαχτυλίδι σου αρραβώνα μέσα στο κανάλι του λαού· ένας γίνε από τους στύλους τους αμέτρητους 35 του μεγάλου έργου του συντροφικού. Γρίκησε τί λέει το δέντρο που το κόψαν και το κάμανε καράβι: «Μες στο νέο κορμί μου ολάσβηστη η παντοτινή ψυχή μου ανάβει». 40 Ήσυχα τα στάχυα κυματίζουν και είναι σα να λαχταρίζουν οι κυματισμοί το υστερνό, τ’ αγέννητο θησαύρισμα· το ψωμί. 45 Αέρα, γη, νερό, φωτιά, ό,τι κι αν υπόταξε από σας ο άνθρωπος ο νους, τίποτε από σας δεν ξέπεσε, και κρατάτε ακόμα στα σκοτάδια σας 50 τ’ άψαχτα και τ’ αταπείνωτα, όλων των αβύσσων τους βρικόλακες, κι όλους τους αυγερινούς. Τ’ άλογο το ευγενικό δέχεται καλόβολο τον καβαλάρη 55 και δε χάνει τίποτε, και παίρνει κάτι ακόμα πιο τρισεύγενο η γοργή του χάρη. Και το δέντρο δεν το ατίμασε γγίζοντάς το το τραχύ το κλαδευτήρι· 60 απ’ το βάρος πιο καλόχυμων καρπών πιο ακριβό γνωρίζει πως θα γείρει.

Κι ο τεχνίτης που δετό κρατάει το χέρι του και τη φαντασία του δετή, όταν του θεού σκαλίζει το είδωλο 65 με του ιερέα την προσταγή, το σπαργανωμένο, το ίδιο πάντοτε, βρίσκει τόπο ν’ απιθώσει κάπου απάνω του κάποιον έρωτα από μέσ’ απ’ την καρδιά του προς το είδωλο που πέφτοντας μπροστά του 70 έτσι το ποθείς, λαέ, κι έτσι, λαέ, το προσκυνάς.

Κι έγινα χαλκιάς.

Λαμπαδιάζει το καμίνι· με του αγέρα τα φτερά 75 Λάμια αχόρταγη ξεσπάει και λυσσομανά η φωτιά.

Κι άδραξε το σίδερο η φωτιά κι απ’ τα δόντια της θα βγει σα λιοντάρι δαμασμένο 80 από ξωτικού βουλή.

Και τ’ ασάλευτο τ’ αμόνι και τ’ ολόγοργο σφυρί βροντερή μια μάχη αρχίζουν, και είναι πλάστης το σφυρί.

85 Σφυροκόπα τις καδένες, ω πιο ελεύτερε κι απ’ το τριγύρισμα του φτερού, σφυροκόπα τις καδένες και τα σίδερα του κακού, 90 και για τον προφήτη σφυροκόπα τα καρφιά του σταυρωμού.

Και του γάμου κάμε το κρεβάτι, ω εσύ τη χλόη που κάνεις της αγάπης της ελεύτερης κλινάρι· 95 και του γάμου το κρεβάτι, και το δρέπανο που θερίζει το σιτάρι.

Γύφτε, σιδεροπελέκα, που έζησες ερημικά σε ύψη γαληνά απλησίαστα, 100 Γύφτε, σιδεροπελέκα, στη φωτιά για τη φωτιά τα κοντάρια, τα σκουτάρια, τα σπαθιά.

Τ’ αγαθά του σφιχτοχέρη, 105 εσύ που άλλα, άλλα δε γνώρισες φλωριά απ’ τα χρυσολούλουδα του κάμπου, τ’ αγαθά του σφιχτοχέρη κρυφασφάλισε, χαλκιά, μες στου θησαυρού τα βάθη· 110 κάμε ασύντριφτα κλειδιά. Φαιδρά κάμε να ξυπνήσουνε, μακριά κι από τα βάρυπνα κοπάδια, κι απ’ τα ψόφια τα ειδύλλια, καβαλάρη σε γκρεμούς και ράχες, που το διάβα σου 115 τύπωσε ώς εκεί το πρώτο αχνάρι, φαιδρά κάμε να ξυπνήσουνε στα φαράγγια τον αχό λυγερόφωνα κουδούνια στων αρνάδων το λαιμό. 120 Κι απ’ τα χέρια σου βγαλμένη, εσύ απείραχτε απ’ τον τρόμο που γεννάει το σκιάχτρο το θεϊκό, κι απ’ τα χέρια σου βγαλμένη, ένα σάλεμα ιερό 125 ας απλοσκορπά η καμπάνα στης ψυχής τον ωκεανό!

Μα του κάκου! μα του κάκου!

Χέρι μου, το σίδερο παράτα, πάψ’ εσύ, σφυρί, τον πόλεμο, 130 που πολέμαες με τ’ αμόνι· είμαι ο δουλευτής χαλκιάς που άλλα θέλησε και που άλλα κατορθώνει. Είμαι ο πλάστης ο χαλκιάς 135 που δεν πλάθει το σφυρί μου μήτ’ εσέ, καρφί, ούτ’ εσάς, άρματα, σπαθιά, κοντάρια, μήτε την καμπάνα σου, εκκλησιά, αλυσίδες ούτε, ούτε κλειδιά, 140 μηδέ τα κουδούνια για τ’ αρνιά, και για τα οργώματα τ’ αλέτρια, μήτε για το σπίτι τα κλινάρια, ούτε δρέπανα, ούτε χαλινάρια. Είμαι ο πλάστης ο χαλκιάς 145 που δεν πλάθει το σφυρί μου άλλο απ’ τα πανώρια τ’ ανωφέλευτα· και μια τέχνη πρωτοταίριαστη κι αταίριαστη η δική μου. Και είμαι ο μάγος της φωτιάς κι απλώνω μέσα της 150 και τα φίδια και τα τέρατα της κλέβω, και στο σίδερο κι ακόμα πιο παράξενα τα δουλεύω. Και είμαι ο σφυροκοπητής που σφυροκοπάει αντί σπαθιά 155 κάποια αφύσικα λουλούδια, και είμ’ ο δαμαστής ο γύφτος που γεννάει από τη φλόγα κύκλους, ίσκιους, γρύπες, μάγια, κάποιες ρηγικές κορόνες, 160 λάμιες, ξωτικές, γοργόνες για καράβια, για σαράγια, που δεν είναι πια ή δεν είναι ακόμα· τ’ ανωφέλευτα, τ’ αχρείαστα και τ’ αλλόκοτα, που τους λείπει πότε πρόσωπο, 165 που τους λείπει πότε σώμα, που τους λείπει πάντα τ’ όνομα. Κι όσα οργίζουν τους ανθρώπους που κοιμούνται ανοιχτομάτες· και όσα διώχνουν οι διαβάτες 170 και όσα δε ριζώνονται σε τόπους, και όσα αγάπες δεν ξυπνήσαν πουθενά κι όσα πουθενά δεν ήβρανε πελάτες! Και είμαι ο σφυροκόπος που ξαφνίζει και τρομάζει και μακραίνει· 175 όπου μαλακότατη η δουλειά θα ’βγαινε απ’ τον άλλο τον τεχνίτη, της φυσά η πνοή μου της δουλειάς κάτι βάρβαρο και αδούλευτο, πιο τραχύ από το γρανίτη. 180 Κι όπου ο άνθρωπος προσμένει να το πιάσει με τα χέρια του απ’ τα χέρια μου πλάσμα ασάλευτο και στέρεο και σκληρό, άθελα του φέρνω με τα χέρια μου μια ψυχούλα, μιαν αχτίδα, έναν αφρό.

185 Κι όταν είδα να ξεφεύγουν ένας ένας όλοι όσοι σταθήκανε και πρόσμεναν, απ’ αδέρφια κι από αλλόφυλους χορός, πίσω, πλάι μου και μπροστά μου κάτι καλοπρόσδεχτο απ’ τη μαστοριά μου, 190 κι όταν πάλε κι όταν είδα εγώ πως ήμουν τ’ άκαρπο δεντρί, μήτε το ’βαλα κατάκαρδα, μήτε το παινεύτηκα· νέα στο νου μου φύτρωσε βουλή· 195 το σφυρί πετώ, και στο καμίνι σβήνω τη φωτιά· κι άδραξα το γύφτικο ζουρνά, και παντού μ’ ακούσαν και μ’ αγνάντεψαν τόποι και λαοί 200 λαλητή.

Έλληνες ειδωλολάτρες και Μακεδονίτες χριστιανοί, Ασπροθαλασσίτες ναύτες, ρωμιογέννητοι Οσμανοί· 205 και της Μάλτας καβαλιέροι, Φράγκοι Σταυροφόροι, Βενετσάνοι, Καταλάνοι, Τούρκοι, Αρμένηδες, και Σλάβοι και Αλαμάνοι και Κουρσάροι από τ’ Αλγέρι· Μανιχαίοι αφορισμένοι, 210 και στρατιώτες και απελάτες και του Ολύμπου αρματολοί, κι όσα παλικάρια σπέρνει Βοριάς, Δύση, Ανατολή· Βεδουίνοι από την έρημο, αμιράδες 215 από τα καστέλια της Συριάς, και βαρόνοι Λογγοβάρδοι, Βάραγγοι, βογιάροι, μάγιστροι, χρυσαϊτοί της αρχοντιάς.

Απ’ τα δασερά βουργάρικα ντερβένια, 220 μέσ’ από της Θράκης τις βαλανιδιές, μέσ’ από του Ταύρου τους κεδρώνες κι απ’ τα λιόφυτα ασημένια της Αθήνας, κι από τις πολίτικες κιτριές· κι ύστερα των όχλων τα ξαφρίσματα, 225 κι ύστερα όλα της ζωής τ’ αποκαΐδια, των κακούργων τα μαχαίρια και των πονηρών τα φίδια· από ταπιφράγκα και από κάτεργα, και από στέπες και από τέντες, 230 τα μολέματα της χώρας, και τ’ αγρίμια της σπηλιάς, και της κρεμάλας οι λεβέντες! Όλοι στάθηκαν εμπρός μου, γαυριασμένοι, αβάσταγοι, σκληροί, με του χαροκόπου το μεθύσι, 235 με την πολεμόχαρην ορμή.

Και όλοι με καλούσαν και με πρόσταζαν: —Ταίριασέ την, άξια, λαλητή, με τα ξεφαντώματά μας του ζουρνά σου τη φωνή!

240 Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια! ούτε λάβρα, ούτε χιονιάς, μήτε η μέρα, μήτε η νύχτα, δε σας έκοβεν εσάς!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια! 245 πώς γιομίζαν από σας, τα πορόλογγα, οι κλεισούρες, το λιμάνι, ο μαχαλάς!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια! πώς σας κύκλωνεν εσάς 250 μ’ ένα σάλαγο δαιμόνων ο στριγκόβοος ο ζουρνάς!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια! πώς με σέρνατε, και πώς σας αρχίναε το τραγούδι 255 και σας σβούσε ο σκοτωμός!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια! κάτω από την απέραντην αστροφεγγιά! Και στα μοναστήρια και στα σπίτια, στα καράβια και στα καπηλειά,

260 και στους πύργους που αλυσίδες αρματώνουν, και τετράπλατοι που τράφοι τριγυρνούν, και στους πύργους που τρισεύγενες κυράδες καρδιοκλέφτρες κυβερνούν,

και στου ρημαδιού τ’ αγκάθια, 265 και στο φέγγος που γεννά πλάση ονείρου από αχάτη στα ολογάληνα νερά!

Σ’ όλα αγνάντια, σ’ όλα μέσα σκύλος γύφτος λαλητής, 270 —παντού σ’ όλα ήμουν ο ξένος, και ήμουν ο ξαγναντευτής.

Γύρω στων παθών τη λύσσα ήμουν η γαλήνη εγώ, και ήμουν η πνοή η καθάρια 275 μες στον ανακατωμό.

Άγγιχτ’, άυλα, θεία, σας απόλαψε σαν εμένα άλλος κανείς, ω παράδεισοι του πόθου και ουρανοί της ηδονής;

280 Γύρω μου ξαδιάντροπα και ακόμα σας ξανοίγω, απόκοτες, γυμνές, να κολάζετε, ω λαγόνες, να ρουφάτε, ω αγκαλιές!

Ω αγκαλιάσματα της πόρνης! 285 ω γυμνώματα! ω φιλιά! ω της κόρης που ντροπιάζεται δάκρυα και ξεφωνητά!

Μες στης φαντασίας μου τα τετράπλατα εχωρέσατε κι αφήσατε 290 κάποια αχνάρια λαμπερά μολυσμένα· μες στης φαντασίας μου τα τετράπλατα Όλυμποι και Τάρταρα, όλα χώρεσαν· όμως η ψυχή μου είναι παρθένα.

295 Και μια μέρα μόνος βρέθηκα έξω από το βούισμα του κόσμου· σε μιας λίμνης άκρη, εγώ, ασυντρόφευτος, μόνος, εγώ και ο εαυτός μου· κι έβλεπα τα ολόστρωτα νερά, 300 και μαζί τα βάθια τα δικά μου, κι άνθιζε άνθος μέσα στην καρδιά μου πιο απαλό για να το πω καημό, πιο βαθύ για να το κράξω έννοια· και τριγύρω αχνό το δειλινό 305 την παιδούλαν ώρα κοίμιζε σε αγκαλιά μενεξεδένια. Και ήταν όλα ασάλευτα· και οι λευκοί λωτοί οι απανωτοί και ο ψηλόλιγνος ο καλαμιώνας, 310 άνθια, πολυτρίχια, και όλα, μες στα βάθη σα να τα ’βλεπες μιας λιγνοζωγράφιστης εικόνας. Και όλα σώπαιναν ολότελα, και ήταν η μεγάλη η σιωπή 315 της μεγάλης πλάσης που έσκυψε κι έβαλε τ’ αφτί για ν’ ακούσει το μεγάλο μυστικό που δεν έχει ώς τώρα γρικηθεί.

Κι έξαφνα με σπρώχνει ο πειρασμός 320 τα ιερότατα να βρίσω, και το σκούξιμο του γύφτικου ζουρνά, μέσα του φυσώντας, να ξυπνήσω. Και τη σκότωσα την άγια σιωπή και το μέγα μυστικό της πάει και πάει, 325 κι ανατρίχιασε κι η λίμνη, και όλα γύρω μου και πλάι, κι ο ήχος χίμησε σα δράκοντας λάγνος προς την πλάση την παρθένα. Αλλά εκεί που κακουργούσα με το στόμα μου, 330 μέσα μου η ψυχή μου εμένα λαβωμένη βόγκηξεν, οϊμένα! Κι ο ανθός που ανθούσε στην καρδιά μου σάλεψε τα φύλλα τα γεράνια σε υστερνή και δυνατή και μυστική 335 από δέηση μυρουδιά και από μετάνοια. Κι ενώ ακόμα και ο στριγκόλαλος ζουρνάς ξεπαρθένευε ξεσπώντας και χαλούσε, έγειρα την όψη προς τη λίμνη που θλιμμένα μού χαμογελούσε· 340 και είδα μέσα της το πρόσωπο του γύφτου λαλητή αλλασμένο και ογκωμένο και πλατύ και πανάθλιο κι από την ασκήμια, και ήτανε λαχάνιασμα και αγώνας 345 και άμοιαστη φοβέρα, και δεν είχε αγαλματένιο τον ατάραχο και δεν είχε το δικό του τον αέρα. Το ζουρνά τον έκαμα συντρίμμια, και τον πέταξα στο δρόμο. 350 Και ύστερα με είδαν οικοδόμο.

Όπου στέκαν καλυβόσπιτα, χτίζεται παλάτι· δώσ’ την πλάτη, δώσ’ τα χέρια σου, Γύφτε ανώφελε, ακαμάτη. 355 Νά το αδούλευτο και τ’ άπλαστο, νά, το μάρμαρο καλεί σε· Γύφτε ανέγνοιαστε, κουβάλησε και πελέκησε και χτίσε. Χτίστης και οικοδόμος, έγειρα 360 το λαχανιασμένο στήθος· απαλή πνοή από το χέρι μου πήρε κι ο τραχύς ο λίθος. Τ’ άχαρο κουφάρι σκέβρωσα για να υψώσω μια κολόνα· 365 γνώρισα των περισσόβαρων ταιριασμάτων τον αγώνα, και στ’ ανάερα τα σκαλώματα με την αργατιά την άλλη, σκόνταψα κι εγώ και τρίκλισα, 370 πάγωσε κι εμένα η ζάλη. Έβαλα παντού το χέρι μου, στων εβένων τα στρωσίδια, στα κρυστάλλινα χωρίσματα, στ’ ατσαλένια τα δεσίδια, 375 σε όλα. Και οι πετραδοπλούμιστες απλωσιές των πατωμάτων ώς τα ύψη που στολίζει τα ο λαός των αγαλμάτων, και οι μεγάλες πόρτες που φρουρούς 380 γρύπες έχουν και γοργόνες για το διάβα σας, τετράπλατες δόξες, άρματα, κορόνες, και οι στοές οι πορφυρόστυλες που σε βάθια από χρυσάφι 385 κάποιο αρχαίο γιγαντοπόλεμο γύρω εκεί αναστήσανε ζωγράφοι· και τα ολάνοιχτα παράθυρα με τα σομακιά στεφάνια, σε αναβρύσματα από χρώματα 390 κι από αχτίδες σιντριβάνια τη ματιάν αστραποφέρνοντας· και τ’ αλάβαστρα, τα σμάλτα και τα τείχη τα τετράπαχα, (και όλα, ω Λόγε, αράδα βάλ’ τα!) 395 Από πέτρα ή κέδρο ή σίδερο το καθένα μετερίζι ριζωμένο βαρυθέμελο, το καθένα με γνωρίζει. Όμως όλων τ’ άξιο ταίριασμα, 400 το παλάτι, ω σκλάβου χέρι! γω δεν είμαι που το γέννησα, δεν το ξέρω, δε με ξέρει. Όχου! εσύ παλάτι ακάμωτο, ω σαράι μες στα σαράγια! 405 σ’ ένα ελεύτερο παιγνίδισμα, σε αστραπής ονειρομάγια, εγώ μέσα μου το χάραξα, μοναχός μου, μοναχός μου, απ’ τα πιο ακριβά που δείχνονται 410 και που κρύβονται του κόσμου. Ποιός λαός χτιστών ακούραστος, και ποιά πλάση δουλευτάδων, των βουνών ω ζηλοφτόνιασμα και ω καμάρι των πεδιάδων, 415 στο δικό μου αφεντοπρόστασμα θα χυθεί για να σε υψώσει μ’ ένα κοσμοπλάστην έρωτα και με μια υπερτέλεια γνώση; Ή αν ανθρώπου κόπος και βουλή 420 σε είν’ ανήμπορη να κάμει,— ποιός χορός μεγαλοδύναμος από ξωτικές θα δράμει μες στων θαλασσών το φρένιασμα και στη λύσσα των κλυδώνων 425 σε να θεμελιώσει ατράνταχτο στους αιώνες των αιώνων;

(Και όταν ήρθαν και με σκόλασαν με τους οικοδόμους οικοδόμο, και όταν μου είπαν: «Γύφτε, τράβα δρόμο!» 430 κι όταν τράβηξα ασυντρόφιαστος το δικό μου δρόμο πάλι, γνώρισα μια θλίψη μέσα μου, θλίψη ασώπαστη μεγάλη!)