Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Νέα ωδή του παλιού Αλκαίου

Στον ποιητή Α. Προβελέγγιο

Στης Λέσβος τ’ ακρογιάλια, εκεί που πάντα με άνθια ραντίζουν οι Ώρες τους αγρούς, και πάντα παίζουν οι ροδοπόδες Χάριτες με τις παρθένες, του Έβρου φέραν τα νερά, χέρια σα νά ηταν, 5 την ορφανή του Ορφέα λύρα, κι από τότε ναός της Αρμονίας είναι το νησί μας, κι αντί να πνέει αέρας, πνέει εδώ τραγούδι. Την πήρε ψυχοκόρη της ταιριάζοντάς την η Αιολική ψυχή τη θρακική τη λύρα, 10 κι αντιλαλήσαν πύρινα οι χρυσές χορδές της της Ψάπφας και της Ήριννας τα καρδιοχτύπια. Κι εγώ που πάντα μάχομαι τον τυφλόν όχλο, και το βαρήκοο τύραννο μάχομαι πάντα, του διαλεχτού καμάρι, στύλος των αρίστων, 15 γυρνώντας απ’ της εξορίας την καταδίκη ο κοσμογυριστής, ο θαλασσοδαρμένος, την ίδια λύρα τάραξα με νέο δοξάρι χαρίζοντάς της μια πνοή παλικαρίσια· μες στο χλωρό νησί το ερωτοπλουμισμένο, 20 σαν τρίαινα του θεού, του Αλκαίου το δοξάρι ξυπνάει την τρικυμία των ήχων, και τα λόγια με οργή τινάζει σα σαΐτες φαρμακεύτρες ίσα σκληρά στους Πιττακούς και στους Μυρσίλους. Ο Έρωτας του κάκου απαλόφερν’ εμπρός μου 25 στα ρόδ’ απάνω ροδοστέφανο τ’ αγόρι, το Λύκο, με τα ολόμαυρα μαλλιά και μάτια, και αγνή και μιας ντροπής παράξενης μητέρα τη Μούσα Ψάπφα τη γλυκοχαμογελούσα. Βωμό στον Άρη στύλωσα, και το στολίδι 30 το βροντερό των όπλων ξάπλωσα στο σπίτι, και τραγουδούσα το σπαθί το ελεφαντένιο, λάφυρο τ’ αδερφού μου από τη Βαβυλώνα. Και της πατρίδας μου είδα το καράβι μαύρο να το κυλάν εδώ κι εκεί της αναρχίας 35 τα κύματα θεόρατα και να το δέρνουν, και κάλεσα με τη φωνή της χρυσής λύρας, απ’ τ’ αγριομανητό της θαλασσοφουρτούνας πιο δυνατήν, αφανιστήν ή λυτρωτή μας, τον πόλεμο, τον πόλεμο που ζει από αίμα. 40 Κι όταν εφάνη ο πόλεμος αγριοφερμένος απ’ τον οχτρό τον Αθηναίο κατά τη Λέσβο, απάνου στην καρδιά μου, τρίζοντας τα δόντια, τον σφίγγω και του κράζω: Χαίρε, δοξασμένε! Όμως αλιά σ’ εμέ και τρισαλίμονό μου! 45 Μέσα στου σκοτωμού τον κόσμο και του ολέθρου, γαύρος πολεμιστής και βαριαρματωμένος, νιώθω τη γη κάτου απ’ τα πόδια μου να σειέται, μέσα μου σαν αχνός να χάνεται το πείσμα, και νιώθω σα βραχνά το θώρακα στα στήθη, 50 σαν τάφου πέτρα το λευκότριχο το κράνος, νιώθω λυμένα μου τα ήπατα, και νιώθω μέσα μου της ζωής τη λαχτάρα νικήτρα. Κι εκεί που οι δυο λαοί, σαν ταύροι θεριεμένοι από κεντρί σκληρόν, ορμούσαν καρτερώντας 55 ο ένας του άλλου το χαμό, και γύρω γύρω η Αληχτώ τα Τάρταρα σκορπολογούσεν, εγώ μπροστά μου ξάνοιγα —ω μάγια, ω μάγια!— της Λέσβος τ’ ακρογιάλια, και ποτέ δεν τα είδα τόσο χλωρά και τόσο ερωτοπλουμισμένα, 60 εγώ το Λύκο αγνάντευα, τ’ όμορφο αγόρι με τα μαλλιά τα ολόμαυρα και με τα μάτια, κι άλλη φορά δε μ’ άγγιξαν μες στην καρδιά μου τόσο βαθιά τα μάτια του και τα μαλλιά του· εγώ τη Μούσα Ψάπφα κοίταζα κοντά μου, 65 ιοστέφανην, αγνή, γλυκοχαμογελούσα, κι εμέ του δυνατού δεν πιάστηκεν η γλώσσα απ’ την παράξενη ντροπή ποτέ, όπως τότε. Κι ενώ βασίλευεν εκεί λυσσώντας ο Άρης ο ανθρωποθεριστής, ο βραχοκαταλύτης, 70 εγώ με της ψυχής τα μάτια ακολουθούσα της λύρας το θεό που διάβαινε αποκείθε γυρνώντας απ’ τη χώρα των Υπερβορείων, που διάβαινε από ψηλά με χρυσή μίτρα στο αμάξι που χιονόλευκοι τραβούσαν κύκνοι 75 στα Δελφικά παλάτια, ολοτριγυρισμένος απ’ τ’ άνθια, από τ’ αηδόνια, απ’ όλον τον Απρίλη. Ω! για να τα προφτάσω και για να τα πιάσω, ω! για να τ’ αγκαλιάσω τα μαγέματα όλα, όλα εκειά τα γλυκά, τα δολερά, τα θεία, 80 —αλίμονο σ’ εμέ και τρισαλίμονό μου!— έριξα κάτου το σπαθί και την ασπίδα, κι έφυγα σα λιγόψυχος και σαν προδότης!

[1 Αυγούστου 1897] *