Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ειδύλλιο

Και τώρα που αποσκέπασε η μπασά τη χώρα, κι ο μόλος είναι πέλαγο, γιαλός ο δρόμος, και στο κατώφλι του σπιτιού μου η βάρκα αράζει· τώρα που βλέπω, όπου κι αν ρίξω τη ματιά μου, 5 τη νίκη του νερού, τη δόξα του κυμάτου, και την πλημμύρα αυτοκρατόρισσα τη βλέπω· τώρα που σιγαλά και που γλυκά τα φύτρα, τα σπίτια, τα κορμιά τα σφιχτοτριγυρίζει κατακλυσμός καλόγνωμος και παιγνιδιάρης· 10 τώρα που σκάφτει ολόβαθα στα πλατιά στέρνα, του δέντρου της υγείας φυτευτής, ο αέρας, απ’ τον ανασασμό της θάλασσας θρεμμένος· τώρα θυμάμαι την παιδούλα, που το δρόσος τ’ αγνό είχε του νερού, κι ακράταγη σαν κύμα, 15 τηνε περνούσε στην ορμή και την πλημμύρα· τώρα θυμάμαι την ολόγοργη παιδούλα, τη νίκη της ζωής, της λεβεντιάς τη δόξα και της χαράς το θρόνο· τώρα τη θυμάμαι· σα χαραυγή ασυγνέφιαστη το πρόσωπο ήταν, 20 και τα μαλλιά σαν το τρεμάμενο φεγγάρι στ’ ανήσυχο το κύμ’ απάνω, και το διάβα σαν του ψαριού τ’ αστραφτερό νυχτοκολύμπι, κι ήταν τα μάτια σαν το πέλαγο βαμμένα κάτου από μαύρα νέφη, και το λάλημα ήταν 25 σαν ήχος ήσυχου βραδιού στο περιγιάλι, κι ήταν τα δυο γραμμένα δίδυμα λακκάκια του χαμογέλιου ξέχειλα στα μάγουλά της για να πίνουν οι Έρωτες να ξεδιψάνε. Με βήμα λεύτερο περνούσε, σαν αγόρι, 30 απόκοτη κι αντρόπιαστη, άφοβα θωρώντας, παιδιάτικη ψυχή σε μια γυναίκεια σάρκα. Όταν την αποσκέπαζε η μπασά τη χώρα, κι ο μόλος ήταν πέλαγο, γιαλός ο δρόμος, κι άραζε η βάρκα στο κατώφλι του σπιτιού μου, 35 πρόβαλλε τότε από το σπίτι της και η κόρη, μισόγυμνη, μισόντυτη, φωτοντυμένη, σ’ ένα χορευτικό πελάγωμα γιομάτο από νερογαργάρισμα κι αφροστεφάνια, και πρόσταζε τη θάλασσα, και την πλημμύρα 40 την κυβερνούσε, και τα κύματα οδηγούσε καθώς η βοσκοπούλα τ’ άσπρα της τ’ αρνάκια· πρώτη πατρίδα και στερνή το πέλαγο είχε, και κάθε που περνούσε όλο και γεννούσε σαν απ’ τα βάθη του νερού και μια Αφροδίτη· 45 και γέννημα ο ψαράς μιας πρωτόγονης πλάσης, ζευγάρωμα μαζί χριστιανού και σατύρου, γυρνώντας απ’ το καρπερό γυροβολίδι, την ξάνοιγε σαν πειρασμό και σαν εικόνα, και το βαρύ σταλίκι απόμενε σε χέρι 50 παράλυτο, και πέτρα η φτερωτή γαΐτα έστεκε, και μαρμάρωνε και κείνος μέσα, κι από τρομάρα θρήσκα κι από λάγνο πόθο του ξέφευγ’ ένας μόνος λόγος: «Παναγιά μου!»