Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Αφιέρωμα

Τρισέβαστη Μητέρα, ω τρισαγία Χήρα, στο συντριμμένο Σου το θρόνο τ’ απιθώνω ονειροσκαλιστά της Τέχνης τα στεφάνια. Από τον πόλεμο, πατρίδα, ρημασμένη, 5 σε πατούσε κι ο Τούρκος, σ’ έβριζε κι ο ξένος, και σωριασμένη βλέποντάς σε το παιδί Σου έφευγε, οϊμέ! σα να το πότισε κανένας της αρνησιάς νερό στης Άρνας το λαγκάδι, κι Εσύ σαν κόσμος στριφογύριζες γιομάτος 10 από μαλλιοτραβήγματα και στηθοχτύπια κι απελπισμένων βογκητά και νυχτερίδων παραδαρμούς και κολασμένων παρακάλια, κι απ’ αστραπόβροντα κι από δαιμόνου γέλια. Κι ο ταπεινός κι ο αγνώριστος εγώ, ω Μητέρα, 15 με τη γαλήνη στη θωριά, με την αντάρα στο νου, μακριά απ’ την αγορά την ξαφνισμένη, κάτου απ’ των πλάτανων τον ίσκιο, πέρα, αγνάντια στα ματωμένα βασιλέματα των ήλιων, ασάλευτος ταξίδευα σε μια άλλη χώρα, 20 κι έσκαφτα κει βαθιά και θησαυρολογούσα, και με το χέρι, που δεν ξέρει από τουφέκι, σφυροκοπούσα αργά της Τέχνης τα στεφάνια. Κι αν πουθενά σε τούτ’ απάνω δε θα νά βρεις ζωγραφισμένη την εικόνα Σου, γραμμένο 25 το ευλογητό Σου τ’ όνομα, το ξέρεις, Μάνα, κι αν άμοιαστα στο χάος του χαμού Σου δείχνουν, κι αν τα φωτίζει ξέγνοιαστο ένα φως και ξένο, πως είναι πλάσματ’ από Σένα και για Σένα, το ξέρεις, για Σε τα ’πλαθα, για Σε τα ζούσα… 30 Ίσως τα βρεις μόλις τα μάτια πρωτανοίξεις στο χαλασμό και στην ερμιά γύρω σου, ω μαύρη, όχι σαν του θυμού Σου φοβερίσματα, ούτε σαν αναστάσιμα σαλπίσματα δικά Σου, μήτε σα ζωγραφίσματα του σταυρωμού Σου, 35 μήτε σα μοιρολόγια Σου, μήτε σαν ύμνους, μα σα φωνούλες και τρεμόφεγγα και χάιδια λευκών χεριών, μαύρων πουλιών, άγνωστων άστρων· έτσι απ’ του Χάρου το μαχαίρι χτυπημένη και σε βύθος πεσμένη, όταν αρχίζει 40 στη ζωή να σαλεύει κακότυχη μητέρα, κάποιου ακριβού της πρωτακούει τη φροντισμένη γλώσσα, που την παρηγορεί και που της λέει δικές του ή ξένες χίλιες ιστορίες κι αγάπες, χωρίς και απλό αναστένασμα να του ξεφύγει, 45 που να θυμίζει στη μητέρα το μαχαίρι. Τρισέβαστη Μητέρα, ω τρισαγία Χήρα, στο συντριμμένο Σου το θρόνο τ’ απιθώνω ονειροσκαλιστά της Τέχνης τα στεφάνια. Κι αν δεν αντιβογκάν από τη συφορά Σου, 50 χρυσοδεθήκαν από τέκνο Σου στη γη Σου, στους κύκλους τους τη γλώσσα Σου μαστορεμένη δείχνουν, φωτίζονται απ’ τον ήλιο Σου, και φτάνει. Μόνο με την αγνή τετράψηλη αρμονία που ενώ κρατιέται απάνω από καιρούς και τόπους 55 προς την πατρίδα του γυρνάει τ’ αφτιά του κόσμου, ο ποιητής είν’ ο μεγάλος ο πατριώτης.