Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Τα δώρα της ψυχής

Κάθε χρονιά που έρχεται και μια ζαρωματιά στην όψη μας να σπείρει και με γιορτής γελάσματα σιμά στα γηρατειά τη νιότη μας να σύρει,

5 εκεί που τα χαρίσματα, σα να ’ναι ήλιου ακτίνες, θαμπώνουν τα παιδιά, και σα λουλούδια οι ευχές μοσχοβολούν κι εκείνες, αν βγουν απ’ την καρδιά,

εκεί που δίνω χάρισμα, σαν άλλους, ή ευχή,— 10 την ίδια εκείνη ώρα μέσα σε κόσμ’ ονειρευτό βαθύπλουτ’ η ψυχή άλλα μοιράζει δώρα·

σα λίμνη που επάνω της μια βάρκα σιγοτρέχει μονάχα φτωχική, 15 μα μέσα της βασίλειο από νεράιδες έχει η λίμν’ η μαγική.

Αυτά τα δώρα που η ψυχή σκορπά γλυκά γλυκά σε όνειρα ουράνια, θυσίες είν’ αγγελικές, μαρτύρια θεϊκά 20 μ’ ακάνθινα στεφάνια.

Και τα χαρίζει κι εις εχθρούς κι εις φίλους με χαρά, παντού, παντού, όπως άλλοι ένα παιγνίδι δίνουνε φτηνό κάθε φορά που χρόνος νιος προβάλλει.

25 Πότε σε θρόνο βασιλιάς πουλώ για το λαό το στέμμα μου μια μέρα και τα κορίτσια τ’ άπροικα προικίζω κι ελεώ τη γύμνια πέρα πέρα!

Πότε σ’ αφίλιωτον εχθρό που, βλέπω, κιντυνεύει 30 να τρέξω δεν αργώ, κι ενώ το χάρο του σ’ εμέ θαρρεί αγναντεύει, τονε γλιτώνω εγώ!

Πότε μια κόρη αγαπώ· τί άστρο λαμπερό θα ’σουν, ζωή, στα δυο μας!… 35 Μα χάσκει απέραστος γκρεμός σε τούτο τον καιρό η φτώχει’ ανάμεσό μας.

Όμως έν’ άλλο ευγενικό και πλούσιο παλικάρι έχει καημό γι’ αυτή… Τί ταιριαστό θα κάνανε κι οι δυο μαζί ζευγάρι, 40 τί τύχη ζηλευτή!

Χαρίζω με χαμόγελο κι αγγελική ματιά τον ένα εις τον άλλο, κι ή να τον σβήσω ή να σβηστώ τραβώ στην ξενιτιά τον πόνο το μεγάλο… 45 Πότ’ έχει πόλεμο η πατρίς· αλλά για να νικήσει, λένε γραφτά παλιά πως πρέπει ένας μοναχά το αίμα του να χύσει γι’ αυτή σταλιά σταλιά!

Κι εκεί που να ξεφύγουνε γυρεύουν αφορμή 50 μαρμαρωμένοι όλοι, εγώ προβάλλω ξέσκεπο για όλους το κορμί σ’ ενός εχθρού το βόλι.

Και πότε —χάρισμα στερνό που είν’ η εμορφιά του απ’ τα άλλα πιο πολλή 55 γιατ’ είναι για ολόκληρο τον κόσμο,— είμ’ εδώ κάτου η Μοίρα η καλή.

Κι όπου γεννιέται άνθρωπος, σε πύργο ή σε καλύβι, σε φτώχεια ή μεγαλεία, στο μέτωπό του σκύβοντας με άσβηστο μολύβι 60 του γράφω: Ευτυχία!

1882 *