Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Περασμένα νιάτα

Μέσα σ’ ένα σπιτάκι, ένα φτωχόσπιτο, μπροστά στης Παναγίας το εικόνισμα ένα καντήλι ρίχνει θαμπωμένο φως, και πάει και σκορπιέται πιο θαμπότερο 5 σε νοτισμένους τοίχους και σ’ ολόγυμνους. Στον τοίχο καριοφίλι στέκει κρεμαστό ασημοκεντισμένο και μακρόλιγνο, και κομπολόι κρεμιέται εκεί στο πλάι του ξανθό, κεχριμπαρένιο, μικροκάμωτο. 10 Γριάς πραματευτίνας λείψανα στερνά απούλητ’ απομένουν και ξεχάνονται. Από καιρό μι’ αράχνη τα στεφάνωσε, και τα ’χει ζευγαρώσει τ’ αζευγάρωτα.

Ήρθεν η νύχτα κι ήρθαν τα μεσάνυχτα 15 με τα στοιχειά, τον ύπνο και τα όνειρα· στον κρύο φόβο τρέμει κρύο το κορμί κι ανοίγουνται τα μάτια στο μυστήριο. Τότε στον τοίχο απάνου οι δυο γείτονες ταράζονται και σειούνται και ξαφνίζονται, 20 σα φύλλα που τα δέρνει ξαφνική πνοή στου Τρυγητή τη λάβρα και τη νέκρωση. Μέσα στο μεσονύχτι, μες στη σιγαλιά αρχίζουν και μιλούνε κι ονειρεύονται.

—Αφέντη μ’, έλα, έλ’, αφέντη, πάρε με! 25 Κοιτάζω και προσμένω κι απελπίζομαι να ’ρθείς, να ξανανιώσω μες στα χέρια σου, αρματολέ κι αφέντη μου περήφανε, της κλεφτουριάς καμάρι, χάρε της Τουρκιάς. Μ’ εσταύρωσαν στον τοίχον ανωφέλευτο, 30 εγέρασα, μου πρέπει πλια ο θάνατος. Βάλε φτερά στα πόδια, πρόφθασέ μ’, αν ζεις, κι αν πάλ’ είσαι στο μνήμα, μη με βαρεθείς, στο σάβανο διπλώσου και ροβόλησε, κι έλα και μη μ’ αφήσεις να πεθάνω εδώ 35 μες στη σκουριά, στην πίκρα και στην ερημιά. Δε θέλω σάβανό μου ασβεστόσκονη, δε θέλω για στεφάνι μ’ αραχνιάσματα, και μιαν αχνή καντήλα για λαμπάδα μου. Εγώ ειχα συντρόφους μες στα νιάτα μου 40 χιλιάδες καριοφίλια σαν κι εμένανε, εγώ και μες στα όρη ελημέριασα, εγώ και μες στους κάμπους ξενυχτέρεψα, στη ράχη του Ολύμπου εγώ άστραψα, εγώ στο Μισολόγγι μέσα εβρόντησα· 45 τα έλατα με ξέρουν του Μαυρόλογγου, με τρέμανε τα πεύκα και οι καστανιές, με τα ψηλά πλατάνια κρυφομίλαγα, κοιμόμουνα στον ίσκιο της αγριελιάς, υης λυγαριάς οι κλώνοι μ’ ευωδίαζαν, 50 και τότε η ροδοδάφνη που μ’ αγάπαε ζηλοφθονούσε κι έριχνε τα ρόδα της, κι είχα γειτόνους πάντα χιόνια, σταυραϊτούς. Έλα, ξεκρέμασέ με, τρέξε, πάρε με, κι αν δε μπορώ σαν πρώτα μες στα χέρια σου 55 να γίνω αστροπελέκι της ελευθεριάς, αχ! γιόμισέ τ’, αφέντη, για στερνή φορά τα πεινασμένα σπλάχνα μου και ρίξε με να πέσω, να πεθάνω, να κομματιαστώ, μέσα σε βρόντο, λάμψη, κι άσπρο σύννεφο. 60 Θέλω, αν χαθώ, να σβήσω από τα χέρια σου, να μη με μαραζώνει, ταίρι άχαρο, αυτό το κομπολόι τ’ αρρωστιάρικο, πλασμένο για τον όρθρο του καλόγερου, πλασμένο για τις έγνοιες του γραμματικού, 65 για τα στολίδια μόνο της αρχόντισσας, μόνο για τα παιγνίδια του μικρού παιδιού. Αφέντη μ’, έλα, έλ’, αφέντη, πάρε με!

—Μεγάλο καριοφίλι και περήφανο, το ταπεινό εμένα μην καταφρονάς! 70 Εγώ δεν είχ’ αφέντη τον αρματολό, σε σιδερένιες πλάτες δεν κρεμάστηκα, δεν έλαμψα στον ήλιο της ελευθεριάς. Εμέ στης αγιασμένης Μέκκας το τζαμί ενός χατζή τα χέρια τα τρεμουλιαστά 75 τα πρώτα μου τα νιάτα εβασάνισαν. Και μέσα στο Πηγάδι το θαυματουργό μες στο νερό τ’ αγγέλου τ’ ολοΐσκιωτο τη φοβισμένη όψη εκαθρέφτισα. Ένας τρανός βεζίρης μ’ είχεν ύστερα 80 σε θησαυρούς χωμένος και σε φονικά. Τα χέρια του αστράφταν καταπόρφυρα από ρουμπίνια πάντα κι από αίματα και δύσκολα καθένας θα ξεχώριζε ποιά ήταν τα ρουμπίνια, ποιά τα αίματα. 85 Σφιχτά σφιχτά μ’ εβάστα μες στα δάχτυλα, γιατί ήμουν αγιασμένο από το τζαμί. Πού να μην είχα σώσει το βαριόμοιρο! Κατάρα σα να είχε για να τυραννά στον κόσμον εδώ κάτου κάθε ομορφιά 90 και κάθε καλοσύνη, χάρη και χαρά, κι εμένα το καημένο μ’ ετυράννεψε, κι εμένανε μ’ εβάστα μες στα φονικά κι εμέτραγα για κείνον κι ελογάριαζα των χριστιανών τους φόνους, τα μαρτύρια· 95 κι οι θλιβεροί μου χτύποι δεν του έδειχναν το φόβο μου, τον πόνο, το παράπονο. Και στο χρυσό σελάχι τ’ όταν μ’ έκρυβε σε φίδια μ’ είχε απάνου να αποκοιμηθώ, σ’ ολόχρυσες πιστόλες κι αργυρά χαρμπιά.

100 Αλλά στη δούλεψή σου, στα χεράκια σου, γλυκιά Ελληνοπούλα, μεγαλόκαρδη, του φοβερού βεζίρη σκλάβα και κυρά, πρώτη φορά ο ήλιος έφεξε για με, πρώτη φορά τον κόσμο τον εχάρηκα, 105 το μοσχοβόλημά του πρώτα το ’νιωσα. Ο φοβερός βεζίρης μ’ έδωκε σ’ εσέ. Μες στ’ ακριβά σου κάλλη, μπρος στα πόδια σου του λύκου η αγριάδα ξάφνου εχάνοταν, καθώς μες στα μαλλιά σου τα ολόξανθα 110 τα μακριά του γένια τα ολόασπρα, όταν σ’ εκράτει μέσα στις αγκάλες του… Απ’ την ημέρα εκείνη που θυμήθηκες τον ήλιο της πατρίδος και της λευθεριάς κι εστάξανε τα δάκρυά σου απάνω μου, 115 μέσα στα δάκρυά σου εβαφτίστηκα, μέσα στα δάκρυά σου εχριστιάνεψα! Κι ας μην ειπεί κανένας πως παράδωκες στην αγκαλιά του Τούρκου τ’ αρχοντόκορμο, κι ας μην ειπεί κανένας πως το χνούδι σου 120 το μάρανε για πάντα χνότο βρομερό. Ας πει πως για το Γένος εμαρτύρεψες πως σε φωλιά θηρίου έπεσες εσύ για να ξεφύγουν άλλοι απ’ τα δόντια του. Ας πει πως με λαχτάρα μ’ επαράδινες 125 στα χέρια ενός Αράπη μπιστεμένου σου, και πως σε άλλα χέρια δεν εχάρηκα τόση τιμή και δόξα και καμάρωμα όσο στα χέρια εκείνα, ω! ποτέ, ποτέ! Γιατί μπρος στο Βεζίρη μ’ έφερναν αυτά 130 την ώρα οπού ’χε κρίση στο διβάνι του· ανθρώπους είχ’ εμπρός του, σύνεργα σιμά, κι ο μπόγιας αποπίσω επερίμενε μια γνέψη, για να πάρει τα κεφάλια των. Όμως εγώ στη μέση τότ’ επρόβαλλα. 135 Του Γαβριήλ το κρίνο, σα βαγγέλιζε το Λυτρωτή του κόσμου μπρος στην Παναγιά δεν είχε τόση χάρη σαν εμένανε· ας πει πως γλώσσα εγώ και προσευχούλα σου, χάρη γι’ αυτούς ζητούσα από τον Πασά, 140 πως μ’ έβλεπεν εκείνος, άπλωνε σ’ εμέ, μ’ εγγίζανε με φλόγα τα δυο χείλη του, στα χείλη του επάνω εξεψύχαγα, μα γλίτωνεν ο μαύρος, ο φτωχός ραγιάς. Ας πει: άγιο το χώμα, οπού σ’ έλιωσε!

145 Όσες ζωές επήρες, καριοφίλι, εσύ, τόσες ζωές στον κόσμο, τόσες χάρισα. Κι όπως το Τίμιο Ξύλο χριστιανός φιλεί, κι ο Αγαρηνός της Μέκκας τη μαυρόπετρα, όλοι εκείνοι ήρθαν και μ’ εφίλησαν 150 τριγύρω στο χεράκι της αρχόντισσας. Κι αυτή που είχε δώσει σ’ όλους τη ζωή, μπροστά τους ντροπιασμένη έσκυβε, χλωμή. Συμπάθιο λες ζητούσε και συχώρεση η πιστικιά του Τούρκου από τ’ αδέρφια της…

155 Εσύ για την πατρίδα Τούρκους θέριζες, κι εγώ για την πατρίδα γλίτωνα κορμιά, κι εγώ για σένα χέρια, χέρια ετοίμαζα. Μεγάλο καριοφίλι και περήφανο, το ταπεινό εμένα μην καταφρονάς!

Μάρτιος 1885 *