Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή εβδόμη
[XVII]
Το Φάσμα

α΄

Το πνεύμα μου σκοτίζεται· η γη υπό τα ποδάρια μου γέρνει· αθελήτως τρέχω ωσάν από μίαν ράχην 5 βουνού, εις λαγκάδι.

β΄

Με σέρνει η τύχη. Ω, πόση νύκτα εμαζώχθη αυτούθε και φόβος, όπου πέφτοντας εμβαίνω· σπήλαιον είναι 10 ή χάσμα του άδου;

γ΄

Ελύθησαν οι άνεμοι· σφοδροί, σφοδροί εδώ μέσα ως φουσκωμένα, χύνονται, ποτάμια από πολλά 15 χειμέρια νέφη.

δ΄

Στον θόρυβον σηκώνονται, φωναί συχναί και ασήμαντοι, ως μακράν εις την θάλασσαν στεναγμοί πνιγομένων 20 μυρίων ανθρώπων.

ε΄

Βλέπω, βαθιά, μίαν σπίθα· πλησιάζει· μεγαλώνεται· ωσάν κύκλος αμέτρητος, ως πέλαγος φλογώδες 25 εμπρός μου απλώθη.

ς΄

Ελεεινά ναυάγια πλέουσιν αυτού. Μεγάλον κορμί νεοσπαραγμένον περνάει, και ως σώμα φαίνεται 30 μίας βασιλίσσης.

ζ΄

Ω Ελλάς!… —Ιδού χιλιάδες παιδιών έτι εις τα σπάργανα περνάουν, κι εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται 35 καταχωσμένον.

η΄

Κοράσια, ιδού, μητέρες περνάουν. Έλαμπον πρώτα τα πλήθη αυτών σαν άστρα· εχαίροντο, και τ’ άρπαξε 40 θανάσιμη ώρα.

θ΄

Έχουσι των στεφάνων τους μαδημένα τα ρόδα, γυμνά τ’ άσπρα βυζία τους, μιασμένα από τα χείλη 45 αγρίων βαρβάρων.

ι΄

Νά, και οι σωροί περνάουσι των μαχίμων ανθρώπων, ένδοξοι ναύται, αείμνηστοι, ανδρείοι στρατιώται 50 κι ήμερος όχλος.

ια΄

Ματαίως το ακονισμένον εγύμνωσαν σπαθί τους· δάφνας ματαίως εμάζωξαν· πάσαν ελπίδα ο άνεμος 55 έξαφνα επήρε.

ιβ΄

Έρημη τώρα η θάλασσα είναι· και ιδού μακρόθεν, ως νέφη εις τον ορίζοντα εσπερινόν, ξανοίγω 60 γην και νησία.

ιγ΄

Εγκρημνισμέναι πόλεις φαίνονται αυτού, και λείψανα πύργων, ναών, χωρίων· άροτρα, βάρκες και άρματα 65 ημελημένα.

ιδ΄

Ζώντα δεν βλέπω· ούτ’ άφησε καν ένα η σκληρά τύχη επάνω εις τέτοιον θέατρον, τ’ έθνους να κλαίει την άωρον 70 τρισάθλιον μοίραν.

ιε΄

Μεγάλη, τρομερή, με τα πτερά απλωμένα, καθώς αετός ακίνητος, κρέμεται στον αέρα 75 ψηλά η Διχόνοια.

ις΄

«Εγώ,» φωνάζει, «εγώ από τον κόσμον έσβησα ένα λαόν· και ταύτην την γην εξολοθρεύσασα 80 τώρα εορτάζω.»

ιζ΄

Ούτως ειπούσα η δύσφημος, χύνει, από δύο ποτήρια αίμα και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι, 85 η γη και οι νήσοι.

ιη΄

Ελύθη, ελύθη ως όνειρον το φάσμα. Καθαρότατος ο αέρας καταβαίνει και δροσίζει τα χείλη μου 90 και την ψυχήν μου.

ιθ΄

Ω Ελλάς! —ω πατρίς μου! ελπίδων γλυκυτάτων μήτηρ! σε βλέπω ακόμα ζώσαν και μαχομένην, 95 και αναλαμβάνω.

κ΄

Φύγε, φύγε τον κίνδυνον, διά τον σταυρόν που πλύνεις με τ’ αίμα σου· διά τ’ όνομα της ιεράς των τέκνων σου 100 ελευθερίας.

κα΄

Έως σήμερον σε ωφέλησαν του νοός η θεόπνευστος φλόγα, και τα μεγάλα, ανέλπιστα, αναρίθμητα 105 έργα, και η δύναμις.

κβ΄

Αλλ’ έφθασεν η ημέρα κινδύνου· η δοξασμένη δάφνη της κεφαλής σου τρέμει· κι ο εχθρός προσέχει 110 να την αρπάξει.

κγ΄

Μάθε ότι εις τους χορούς των πολέμων, ως έσωσεν η ανδρεία τον στρατιώτην, ούτω εις αυτούς η ομόνοια 115 σώνει τα έθνη.