Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κώστας Βάρναλης

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος

X

Απάνω απ’ της ψυχής Σου το φαράγγι (ποιός θαν το κλείσει;) ακούω χαράς τραγούδια. Ανάδετος γιορτάσιμο σμιλάγγι, των ήχων Ήρωας με τα μαθητούδια 5 χορεύοντας, στη φθαρτική Σου ανάγκη του λυτρωμού, με φραστικά λουλούδια Σ’ αντικρίζει! Χαιράμενος αστέρα το κορμί του αέρα γέμει τον αέρα!

Μακριάθε από της ζήσης το χειμώνα, 10 θρεμμένος πάντα από μεστήν αργία, μ’ αστροκέντητο Σου ’ρχεται χιτώνα κι όλος φκιασίδι ο λόγος του Γοργία. Σε μιας αλήθειας μοναχή σταγόνα πνίγουμε πάσα ετούτη τη φλυαρία! 15 Το πνέμα εμάς δεν κάθεται στα τσίρκα για να χεροκροτάει, καλέ μου κύρκα!

Είμαστε μεις άλλη γενιά, άλλο σπέρμα! Χαλάσαμε πολύ μια νιότη πλέρια. Τώρα, του ηλιού καθώς μας κρούει το γέρμα, 20 στερνά, για πάντα σκώνουμε τα χέρια. Κι απέ, βαριά τα μπήγουμε μες στα έρμα σπλάχνα της Γης και στα φαρμακονέρια της Στόχασης: ψηλά για ν’ ανεβούμε, πρέπει πολύ βαθιά να κατεβούμε.

25 Αχαμνά τα κορμιά μας, πώς φεγγρίζουν! Βλέπετε μέσα η που μας φλέγει ογνώμη. Δρολάπια, ανεμικές δε μας λυγίζουν· στερεά βαστούν ο ένας στον άλλο οι νώμοι. Τα σπλάχνα μας πείνα και δίψα σκίζουν 30 και σκίζουνε τις σάρκες μας οι δρόμοι. Η θέλησή μας μια, και μια η ορμή μας ο πόθος ο κοινός η δύναμή μας.

Χτυπάει τριπλή στα γύρω βράχη η αγκούσα, μα μέσα μας κανέν’ αχό δεν κάνει. 35 Μακριά, δετή και νυχτοπερπατούσα, κυλάει η συντροφιά μας και δε φτάνει. Φλόγα μικρή μάς σέρνει κυματούσα, που μέσα της γυρίζουν κόσμοι ουράνιοι· ως την κοιτάμε χρόνια, δεν μπορούμε 40 (μας τύφλωσε!) άλλο τίποτα να ιδούμε.

Βγαλμένοι απ’ τα κορμιά μας όξω, πάμε, και πρι να φτάσομε είμαστε φτασμένοι. Σε κάθε μπροστοπάτημα κοιτάμε το τέρμα εντός μας νέους ανθούς να βγαίνει. 45 Ποιοί ’μαστε; Και για ποιόν; γιατί μοχτάμε; το ξεχάσαμε απ’ όλους ξεχασμένοι! Και τελευταία, αξιά υψηλή του ανθρώπου, για τη χαρά κοπιάζομε του κόπου!

Χρόνια, σα να πληρώνομ’ ένα κρίμα, 50 χωρίς μιλιά στα χείλη μας να δέσει, με τω’ χεριώ νογάμε μεις το γγίμα κι ώς των ψυχώ βυθά η αφή τη μέση. Άηχοι, καθώς λαδιού κυλάμε χύμα· συρμένοι προσπερνάμε ό,τι μάς πέσει· 55 στερνά, χωρίς τα πόδια να κινούμε, πάμε και να σταθούμε δεν μπορούμε!

Πού πάμε; Ακούω πάσ’ άνοιξη τ’ αηδόνι όλβια ζήση στο πάθος του να βρίσκει. Δεν έχει χτες και σήμερα. Η Δωδώνη 60 κι ο Άγιος Τάφος βαθιά μας όρθιος μνήσκει. Κι αν καταρρέουν οι πίστες, μεις αιώνιοι περνάμε απ’ τη ζωή στο θάνατο ίσκιοι και στη ζωή απ’ το θάνατον! Όχι όντα, είμαστε Ιδέες, που ζούνε πολεμώντα.