Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Κεφάλαιον 2
Η Γυναίκα της Ζάκυθος.
Ο Ιερομόναχος πολεμάει να παρηγορηθεί

1. Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο, 2. και το στήθος σχεδόν πάντα σημαδεμένο από τες αβδέλλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και αποκάτου εκρεμόντανε δύο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες. 3. Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι. 4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο αν εκοίταζες από την άκρη του πιγουνιού ώς την άκρη του κεφαλιού, 5. εις την οποία ήτανε μία πλεξίδα στρογγυλοδεμένη και αποπάνου ένα χτένι θεόρατο. 6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ’ εύρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι. 7. Και το μάγουλό της εξερνούσε σάγριο, το όποιο [ήταν] * πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο. 8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν’ αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια, που εσμίγανε με τα απάνου που ’τανε λευκότατα και μακρία. 9. Και μόλον που ’τανε νια, οι μηλίγγοι και το μέτωπο και τα φρύδια και η κατεβασία της μύτης γεροντίστικα, 10. πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξί μελετώντας την πονηριά. 11. Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δύο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο, 12. και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν. 13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ’ έκανε να στοχαστείς ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την κυτριμίσει. 14. Και τούτη ήταν η κατοικιά της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής. 15. Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας. 16. Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένου από το πόδι του κλέφτη. 17. * Και όταν εμίλειε δυνατά, εφαινότουνα η φωνή της εκείνη οπού κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους. 18. Και μολοντούτο, όταν ήτουν μοναχή, επήγαινε στον καθρέφτη, και κοιτώντας εγέλουνε κι έκλαιε, 19. και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ’ όσες είναι στα Εφτάνησα. 20. Και ήταν για να χωρίζει ανδρόγυνα και αδέλφια επιδέξια σαν το Χάρο. 21. Και όταν έβλεπε στον ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της εξύπναε τρομασμένη. 22. Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτιά τής ετραβούσανε πάντα τα σωθικά, 23. σαν τα βρομόπαιδα της γειτονιάς τα βλέπεις ξεντερολοϊσμένα και λερωμένα να σημαίνουν τα σήμαντρα του πανηγυριού και βουρλίζουν τον κόσμο. 24. Αλλά μιλώντας πάντα για τα κακά των άλλων γυναικών έσωσε ο νους της και επυρώθηκε, 25. και αισθανότουνα μία κάποια γλυκάδα εις το να τα ξαναμελετάει μονάχη της. 26. Μολοντούτο εβαστιότουνα από τα κακά έργατα. 27. Αλλά επειδή αγρίκουνε που την έλεγαν άσχημη, εβλάφτηκε η φιλαυτία της και εκριμάτισε. 28. Και στο τέλος δεν είχε κράτο κτλ.

___

7.
εξερνούσε πάντα σάγριο, ποτέ ζωντανό