Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Κλεμμένη ζωή

Άρης Φακίνος, Κλεμμένη ζωή, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 117-121.
  • Η ελληνική κοινωνία τη δεκαετία του ’50 → Τα «πέτρινα» χρόνια → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲▲

Κλεμμένη ζωή

(απόσπασμα)


Με την πρώτη ματιά που 'ριξε μπαίνοντας στο γραφείο του Πάντζα ο Ανέστης ένιωσε ανακούφιση: πουθενά ύποπτα μηχανήματα ή κουτιά με φάρμακα. Μα κείνο που τον καθησύχασε ακόμα πιο πολύ ήταν που ο χώρος τού θύμιζε όλα τ' ανακριτικά γραφεία που 'χε γνωρίσει μέχρι κείνη τη μέρα, που 'δε τριγύρω τα σκοροφαγωμένα και λιγδιάρικα ντουλάπια με τα χοντρά κατάστιχα και τα μητρώα, με τους φακέλους και τ' αρχεία, που δεν έλειπε κανένα από τα γνώριμα αντικείμενα: τα κάδρα με τη φωτογραφία του βασιλιά και της βασίλισσας, ο παμπάλαιος μουσαμαδένιος χάρτης της Ελλάδας και η μισοξεχαρβαλωμένη ξυλοκαρέκλα που τα πόδια της αλληλοσυγκρατιούνταν με σύρμα.

Με μια μηχανική χειρονομία ο Πάντζας του την έδειξε κι ύστερα έσκυψε πάνω από κάτι έγγραφα. Ο Ανέστης επωφελήθηκε απ' αυτό τ' αναπάντεχο χρονικό περιθώριο για να του ρίξει μια εξεταστική ματιά. Το πρώτο πράγμα που του 'κανε εντύπωσε ήταν που ο συνταγματάρχης φορούσε πολιτικά και που αυτό ταίριαζε απόλυτα με το υπόλοιπο παρουσιαστικό του, με τ' άφθονα κι ατίθασα μαλλιά που θα περίμενε να δει κανείς μάλλον στο κεφάλι μουσικού ή ζωγράφου παρά στρατιωτικού, με τη σοβαρή και ήρεμη φυσιογνωμία του. Τίποτα στο πρόσωπό του δε μαρτυρούσε βίαιο ή απότομο χαρακτήρα. Τι να σημαίνουν άραγε αυτές οι διαδόσεις που κυκλοφορούν σ' όλη την Ελλάδα, σ' όλα τα στρατόπεδα; συλλογίστηκε ο Ανέστης. Όλοι όσοι μιλάνε για πλύση εγκεφάλου, για μηχανήματα και τα τέτοια, ονειρευτηκαν ή έπαθαν ομαδική παράκρουση;

Γέλασε από μέσα του για την αφέλειά του, γιατί είχε παρασυρθεί από τα φαινόμενα λες κι ήτανε κάνας πρωτάρης σ' αυτά, σαν να μην του 'χε ξανατύχει να συναντήσει αξιωματικούς κι ασφαλίτες που 'μοιαζαν καλοί και συμπαθητικοί άνθρωποι, αλλά που με τα πρώτα ζόρια της ανάκρισης άφηναν κατά μέρος τις ευγένειες και τα χαμόγελα κι άλλαζαν χαβά, φανέρωναν την αληθινή τους προσωπικότητα, μεταβάλλονταν από τη μια στιγμή στην άλλη σε θηρία. Σκέφτηκε ότι το καλύτερο που 'χε να κάνει ήταν να σταματήσει αμέσως να παριστάνει το φυσιογνωμιστή και ν' αυτοσυγκεντρωθεί, να επιστρατέψει όλες του τις δυνάμεις και να προετοιμαστεί για τις πρώτες ερωτήσεις που δε θ' αργούσαν. Οι στρατιωτικοί δε συνήθιζαν να χάνουν το χρόνο τους με προκαταρκτικά και τυπικότητες όπως οι κανονικοί ανακριτές, δεν τους άρεσαν οι διαδικαστικές υποκρισίες.

—Δε σε κάλεσα για να υπογράψεις, είπε ήρεμα ο Πάντζας δίχως ν' αποσύρει το βλέμμα του από τα έγγραφα.

Ο Ανέστης αναρωτήθηκε τι μπορούσε να σημαίνει αυτή η προαγγελία. Αν ήταν βέβαιος ότι δε θα χειροτέρευε τα πράγματα, θα μιλούσε του συνταγματάρχη στα ίσια, θα του 'λεγε ν' αφήσει τις περιττές ευγένειες και τα μισόλογα και να μπει στο θέμα, να φωνάξει τους αλφαμίτες για να πιάσουν τη γνωστή δουλειά.

Ο Πάντζας σηκώθηκε.

—Δεν ήρθα στη Μακρόνησο για να κάνω ό,τι μπορεί να κάνει κι ο τελευταίος δεκανέας, πρόσθεσε λες κι είχε μαντέψει τις σκέψεις του Ανέστη.

Έριξε μια ματιά από το παράθυρο του γραφείου. Ο Ανέστης πρόσεξε ότι από κείνη την πλευρά του Διοικητήριου φαινόταν η στενή θάλασσα που χωρίζει το Μακρονήσι από την ηπειρωτική Ελλάδα, το βλέμμα του μπορούσε κι απλωνόταν άνετα μέχρι το Σούνιο, μέχρι τους βράχους του Αιγέα.

Ο συνταγματάρχης στράφηκε:

—Διαβάζοντας το φάκελό σου είδα ότι είσαι σοβαρός άνθρωπος, Μάντακα.

—Η σοβαρότητα δεν είναι κακό πράγμα, κύριε συνταγματάρχα, απάντησε ο Ανέστης όσο μπορούσε πιο ήρεμα.

Ο Πάντζας ξανακάθισε στο γραφείο του.

—Σε σέβονται πολύ στο κόμμα απ' ό,τι ξέρω, είπε σχεδόν άχρωμα.

Τα Καλοπιάσματα είναι κακό σημάδι, είπε μέσα του ο Ανέστης. μετά αρχίζουνε συνήθως τα υπονοούμενα για συνεργασία με την Ασφάλεια, τα «στο χέρι σου είναι να σβηστούν όλα από το φάκελο» και «το κράτος θα σε βοηθήσει να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου». Αυτά και άλλα πολλά, γνωστά, πασίγνωστα, τετριμμένα.

—Δεν έκανα τίποτα περισσότερο από τους συντρόφους μου, απάντησε ο Ανέστης πάντα με ηρεμία. Πολέμησα όπως όλοι τους Γερμανούς και…

—Ναι, αλλά πολέμησες μαζί με τους κομουνιστές, τον έκοψε ο Πάντζας.

—Πολέμησα μαζί μ' αυτούς που πολεμούσαν.

—Ήσουν αριστερός τότε;

—Για μερικούς ναι, για άλλους όχι.

Ένας ελαφρός μορφασμό στο πρόσωπο του Πάντζα έδειξε το ενδιαφέρον του:

—Τι εννοείς;

—Θέλω να πω… δεν ήμουνα γραμμένος στο κόμμα.

—Ποιες ήταν οι πεποιθήσεις σου;

Ο Ανέστης κούνησε το κεφάλι του:

—Ποιος σκοτιζόταν για πεποιθήσεις στον πόλεμο, κύριε συνταγματάρχα… Οι οβίδες των Γερμανών δε ρώταγαν για τέτοια πράγματα πριν κάνουν τους ανθρώπους κιμά.

—Και σήμερα; επέμεινε ο Πάντζας.

Ο Ανέστης του 'δειξε το φάκελο πάνω στο γραφείο:

—Αυτό μπορούν να σου το πουν τα χαρτιά πιο καλά από μένα.

—Τα χαρτιά λένε πως είσαι κομουνιστής, Μάντακα.

—Αφού το λένε, έτσι θα 'ναι, κύριε συνταγματάρχα, είπε ο Ανέστης κάπως ειρωνικά.

Μετάνιωσε αμέσως που μίλησε έτσι, που ξεχάστηκε κι έπαψε ν' αυτοεπιτηρείται, που παρασύρθηκε. Δεν υπήρχε κανείς λόγος να προκαλεί τον Πάντζα. Ώσπου να καταλάβει τι ακριβώς ήθελε, καλύτερα να πήγαινε με τα νερά του, να ελισσόταν, να ξεγλιστρούσε και να περίμενε.

Βλέποντάς τον σκεφτικό ο συνταγματάρχης επωφελήθηκε:

—Τα χαρτιά λένε όμως κι άλλα πράγματα, λένε ότι βγήκες από νέος στο κλαρί: παρανομίες, κυνηγητά, μέρα και νύχτα με το φόβο του χωροφύλακα, ύστερα πόλεμοι, αντάρτικα, φυλακές και τώρα εξορία.

Έκανε μια μικρή παύση και σκάλισε λίγο τα έγγραφα:

—Απ' ό,τι βλέπω, είσαι έξυπνος άνθρωπος, Μάντακα. Κι αυτό το λένε τα χαρτιά. Κείνο που δε λένε όμως είναι πώς γίνεται και δεν κατάλαβες ακόμα τίποτα ύστερα από τόσα χρόνια.

Ο Ανέστης έμεινε σιωπηλός.

Τώρα μάντευε την πιθανή συνέχεια, την ήξερε από τα δικαστήρια και τα στρατοδικεία, του την είχαν κανοναρχήσει εισαγγελείς, βασιλικοί επίτροποι και δικηγόροι που τον συμβουλεύαν να μετανοήσει γραπτά και δημόσια, να ομολογήσει ότι «επεβουλεύθη το πολιτικόν και κονωνικόν καθεστώς της χώρας», ν' αποκηρύξει «μετά βδελυγμίας τον κομουνισμόν και τα παραφυάδας του», να καταδικάσει το κόμμα. «Τι αξία έχει μια υπογραφή μπροστά στη ζωή σου;» του 'λεγαν. «Γιατί να σαπίσεις στις φυλακές και στις εξορίες; Να κοιτάξεις κι εσύ το συμφέρον σου όπως κι άλλοι ομοϊδέατες σου που υπογράψαν και γλίτωσαν, βρήκαν μια δουλίτσα και ταχτοποιήθηκαν, έκαναν σπίτι και οικογένεια, περιουσία».

Όμως ούτε και τότε απαντούσε, δεν έλεγε τίποτα, έσφιγγε τα δόντια από φόβο μην του ξεφύγει καμιά λέξη και προδοθεί, μήπως καταλάβουν ότι τα όσα του 'λεγαν δεν πήγαιναν χαμένα και πως τα λόγια τους έξυναν μέσα του μεγάλες και αγιάτρευτες πληγές, τον πονούσαν φριχτά, τον απέλπιζαν. Σε κάτι τέτοιες στιγμές έμοιαζε με τους καλόγερους που τους πολιορκούν και τους αναστατώνουν χίλιων λογιών οράματα και πειρασμοί, αλλά που αντιστέκονται, σταυροκοπιούνται, προσεύχονται, δεν εγκαταλείπουν τη μάχη με το Σατανά. Κι όταν δουν ότι οι προσευχές, οι νηστείες και τα σταυροκοπήματα δεν ωφελούν πια, όταν νιώσουν πως από τη μια στιγμή στην άλλη κινδυνεύουν να βρεθούν στου Εξαποδώ την αγκαλιά, βάζουν σ' ενέργεια τα μεγάλα μέσα, αυτομαστιγώνονται, ξαπλώνουν γυμνοί πάνω σ' αγκάθια, αναζητούν σωτηρία στα μαρτύρια.

Μέσα στο γραφείο του Πάντζα δεν υπήρχε αυτή η ελπίδα. Όπως όλοι οι κρατούμενοι, ο Ανέστης είχε ακούσει ότι ο συνταγματάρχης δεν κατέφευγε ποτέ σε βασανιστήρια.

—Σκέφτηκες ποτέ, Μάντακα, σε ποια κατάσταση θα είσαστε όταν κάποτε απελευθερωθείτε;

—Για την ώρα κοιτάμε πώς να μείνουμε ζωντανοί, κύριε συνταγματάρχα, αποκρίθηκε ο Ανέστης ήπια.

—Οι μισοί θα 'σαστε έτοιμοι για τα γεροκομεία κι οι άλλοι μισοί για τα σανατόρια, άχρηστοι ακόμα και για το ίδιο σας το κόμμα. Αν βέβαια υπάρχει μέχρι τότε κόμμα, συμπλήρωσε ο Πάντζας σαν να μην είχε ακούσει την απάντηση του Ανέστη.

—Ποιος μπορεί να ξέρει το μέλλον, κύριε συνταγματάρχα…

Μεταδεδομένα

< Διώξεις αντιφρονούντων > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Διάλογος > < Φακίνος >