Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ουζερί Τσιτσάνης

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Ουζερί Τσιτσάνης, Κέδρος, Αθήνα 2001, σ. 197 & 198-201.
  • Η ελληνική κοινωνία στη Γερμανική Κατοχή → Καθημερινή ζωή στην Κατοχή → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ουζέρι Τσιτσάνης

(απόσπασμα)


Προχωρώ προς την Παύλου Μελά. Η ομίχλη είναι πιο αραιή μέσα στους δρόμους.

Βαδίζω κοιτάζοντας μπροστά σε μεγάλη απόσταση μην πέσω σε κανένα μπλόκο απ' όπου κανείς ποτέ δεν ξέρει πώς θα βγει. Τι θα του συμβεί.

Με το πρώτο χτύπημα μ' ανοίγει η Ζωή. Τα χέρια της αλευρωμένα κι ακούω, από μέσα, πενιές.

—Έλα, Γιώργο…

Μπαίνω. Ζέστη, μπερδεμένο άρωμα ψημένης φλούδας πορτοκαλιού και σπανακόπιτας.

[…]

Ο Τσιτσάνης πίνει κάτι σ' ένα φλιτζάνι - μάλλον το μαντζούνι για τις αμοιβάδες του. Ρίχνει μια ρουφηξιά κι αφήνει το φλιτζάνι δίπλα του, πάνω στο κομοδίνο. Μετά σκύβει στο μπουζούκι και πιάνει ένα αργό ταξίμι. Πρώτη φορά προσέχω ότι κρατάει την πένα απ' την άκρη, όπως οι κιθαρίστες, κι όχι όπως άλλοι μπουζουξήδες που την κρατούν βαθιά, γερά, ίσως επειδή οι χορδές του μπουζουκιού είναι διπλές και πιο ζόρικο το παίξιμο. Ο Τσίλας [παρατσούκλι του Τσιτσάνη] έχει δικό του στιλ: κρατάει την κοκαλένια πένα ελαφρά, αφήνει αβάντσο, την παίζει χαλαρά, χαϊδευτά, σαν μικροσκοπική βεντάλια, πάνω στις χορδές.

Η κόρη του βαράει την κουδουνίστρα.

Ο Βασίλης μπαίνει όσο γίνεται πιο χαμηλόφωνα, σ' ένα ζεϊμπέκικο:

Σου 'ξηγήθηκα εντάξει, απ' την πρώτη τη στιγμή, και ζητούσα από σένα μιαν εξήγηση,
να μην έχουμε στο τέλος παραξήγηση…

Συνεχίζει την μουσική, μπερδεύεται λίγο. Σταματάει. Δεν θυμάται τα λόγια απ' το δεύτερο κουπλέ. Λέει:

Νννννννν
και τα συμφωνήσαμε…

Μετά περνάει κατευθείαν στο τρίτο κουπλέ, που με τη δεύτερη δοκιμή το θυμάται:

Έχεις μάθει…

Και πάλι:

Έχεις μάθει στη ζωή σου, διπλωμάτισσα να ζεις, για το γούστο το δικό σου εγώ ρεστάρισα, δώσε τώρα απολογία κατεργάρισσα…

Στο μεταξύ η Ζωή φέρνει ένα πιάτο με γιαχνί και ένα μικρότερο με τουρσιά, μικρές στραβές πιπεριές, άσπρο ρεπάνι, κομμάτια ντομάτες πράσινες και τ' αφήνει όλα μπροστά μου στο τραπέζι. Ξαναπάει προς το κουζινάκι.

Ο Τσιτσάνης ρουφάει άλλη μια ρουφηξιά απ' το φλιτζάνι του, με κοιτάζει ερωτηματικά και αρχίζει ένα άλλο τραγουδάκι, με μια εισαγωγή που δεν ξανάκουσα. Του κάνω νόημα με το κεφάλι και με το δεξί χέρι, ενώνοντας τα τρία πρώτα δάχτυλα ότι μ' άρεσε. Του λέω μετά:

—Πολύ φίνο, ρε Τσίλα…

—Καλό;

—Πολύ καλό… και με μαλακούς στίχους… Ενώ ο Μάρκος σε τέτοια ερωτικά τραγούδια είναι πιο σκληρός… έτσι μου φαίνεται… όσες τον πουλάνε, τις σκοτώνει, τις καίει με πετρέλαια… τις ρίχνει στα πηγάδια… Άκουγα προχτές ένα δικό του στου Μουσχουντή το σπίτι… Πολύ μοβόρος είναι στο στίχο…

Ο Τσιτσάνης σταματάει την εισαγωγή και λέει χαμογελώντας:

—Κοίτα να δεις… Το ρεμπέτικο χαρμανιάζει ένα κομμάτι της πιάτσας… της ζωής. Ένα μέρος της… Το δικό μου το τραγούδι είναι πιο πολύ λαϊκό, παρά ρεμπέτικο… Είναι και ρεμπέτικο, δε λέω, αλλά θέλω να είναι πιο σένιο… πιο καθαρό… πιο πλατύ… Για τον πολύ κόσμο… Πιο κοντά στον μέσο Έλληνα, για να το αγαπήσουνε περισσότεροι… εγώ θέλω να εκφράσω τον κοινωνικό ρεφενέ… να πιάσω το παλιό να το δέσω με το καινούργιο και το ανατολίτικο με το ευρωπαϊκό… με μια δικιά μου μουσική… όπως καταλαβαίνω τον κόσμο πού πηγαίνει… την ψυχή, το χνότο της πιάτσας…

Η Ζωή φέρνει μαχαιροπίρουνα, ψωμί και λίγο ούζο και τ' αφήνει δίπλα στο γιαχνί.

Λέω:

—Ναι, αλλά κι ο Μάρκος είναι πολύ δυνατός…

—Ε, σίγουρα… ο Μάρκος είναι το θεμέλιο… η βάση… Ο Μάρκος είναι δυνατός. Είναι ο πατέρας, αλλά στη δικιά του την αυλή… Ζει μέσα στους δικούς του ανθρώπους και τέτοιο τραγούδι κάνει. Για τον κόσμο του… Ρεμπέτικο βαρύ. Είναι φίνο τραγούδι, σέρτικο, με καημό… αλλά μέχρι πότε θα υπάρχουνε ρεμπέτες; Άσε που πολλοί μάγκες απ' αυτούς τα έχουνε πλακάκια με την εξουσία… Η μορτιά, ή είναι εξουσία από μόνη της, ή δεν είναι τίποτα, παύει να υπάρχει…

—Κι εσύ είσαι με την εξουσία… έχεις κουμπάρο τον Μουσχουντή…

—Σωστά, αλλά ο Μουσχουντής είναι μάγκας, δερβίσης… προστάτης του ρεμπέτικου… στην Αθήνα το κυνηγούνε με το νόμο του Μεταξά, κι αυτός εδώ έστησε δικό του βασίλειο κι έφερε τον Μάρκο στου «Κέρκυρα»… τον Στελλάκη, τον Ανεστάκο τον Δελλιά, τον Στράτο, τους πάντες…

—Και οι άλλοι, οι νεώτεροι;

- Έχει μερικούς καλούς, αλλά θέλουν ακόμα… πέσαμε και μέσα στην Κατοχή… δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι γίνεται… ποιος φεύγει μπροστά… Θα σου πω… Είναι όπως τότε… γύρω στο '30, που έτυχε, τον ίδιο καιρό, να είναι στη φυλακή όλοι οι μεγάλοι γκάνγκστερς… Ο Αλ Καπόνε, ο Λάκι Λουτσιάνο κι ο Ντίλιγκερ… Αυτό τι σημαίνει, ότι έπρεπε όλοι οι παρακατιανοί γκάνγκστερς κι οι λουμπίνες να γίνουν, ξαφνικά, αυτοί αρχηγοί; Μπορεί να γίνανε… αλλά στις συνοικίες… Έτσι… χωρίς κότσια… χωρίς αίμα, αρχηγός γίνεσαι;

—Μερικοί νέοι είναι πολύ καλοί…

—Είναι, αλλά θέλουνε δρόμο ακόμα… Έχουν ποδάρια; Ας δουλέψουνε τώρα… η μαγκιά του καθενός θα φανεί μετά την Κατοχή…

Η Ζωή:

—Γιώργο, αφήστε τα τραγούδια, ρίξε και καμιά πιρουνιά να μου πεις αν σ' αρέσει…

Μεταδεδομένα

< Θεσσαλονίκη > < Πολιτισμός >