Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το εργοστάσιο των μολυβιών

Σώτη Τριανταφύλλου, Το εργοστάσιο των μολυβιών, Πατάκης, Αθήνα 2002, σ. 63-65.
  • Η ελληνική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα → Οικονομία → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Το εργοστάσιο των μολυβιών

(απόσπασμα)


Τη χρονιά εκείνη ο Κοκκίδης αγόρασε χτήμα στο Φάληρο κι άρχισε να χτίζει εξοχική βίλλα. Για το λουκουμοποιείο ζήτησε δάνειο απ’ την Εθνική. το δάνειο εκκρεμούσε –το εξοχικό όμως χτιζόταν γοργά κι ο Κοκκίδης πίεζε τον Στέφανο να χτίσει κι αυτός. Πρωταρχική φροντίς του σημερινού Έλληνος, του είπε, είναι η εξασφάλισις ακινήτων– και βεβαίως η αποταμίευσις, η αποθησαύρισις λιρών, ούτως ειπείν. Εις το εξωτερικόν, εννοείται. Η ανωτέρα τάξις πρέπει να κτίζει μίαν οικίαν ανά κεφαλήν, μίαν τουλάχιστον.

‒ Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα σπίτια, είπε ο Στέφανος. Κι εκτός αυτού, αυτά τα μέρη είναι απομακρυσμένα.

‒ Οι αποστάσεις έχουν πλέον εκμηδενιστεί, είπε. Με τον ιπποσιδηρόδρομον φθάνεις πλέον εις το Φάληρον εντός τριάκοντα λεπτών. Το χρονομέτρησα!

‒ Περιμένω να εκμηδενιστεί και η απόσταση Αθηνών-Κορίνθου, είπε ο Στέφανος.

Αυτή η απόσταση τον απασχολούσε περισσότερο.

‒ Δεν θέλω εξοχικό, κατέληξε. Η Αθήνα είναι εξοχή.

‒ Πρέπει ωστόσο να προικίσεις την κόρη σου, επέμεινε ο Κοκκίδης.

‒ Μα υπάρχουν μετρητά, απάντησε ο Στέφανος. Τα παιδιά είναι εξασφαλισμένα.

‒ Η χώρα οδεύει προς χρηματιστηριακή κρίση, τα μετρητά, Στέφανε, εξανεμίζονται. Τα ντουβάρια μένουν.

‒ Τα ντουβάρια πέφτουν με τους σεισμούς, είπε ο Στέφανος.

‒ Τα παιδιά πρέπει να έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, επέμεινε ο Κοκκίδης.

‒ Κεραμίδι; αντήχησε ο Στέφανος. Φίλτατέ μου, ζούμε στην εποχή του τσιμέντου, των συνθέτων υλικών – τα κεραμίδια ανήκουν στην εποχή της Τουρκοκρατίας!

Δεν βγάζεις άκρη μ’ αυτόν τον άνθρωπο, σκέφτηκε ο Κοκκίδης. Δουλεύει μέρα-νύχτα, βγάζει του κόσμου τα λεφτά, και δεν νογάει τίποτα, ούτε από πολιτική ούτε από επενδύσεις. Ούτε καν από διασκεδάσεις: άλλος στη θέση του θα ζούσε κοσμικά, θα πήγαινε ταξίδια στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Βιέννη.

‒ Βαριέμαι, εξομολογήθηκε ο Στέφανος. Βαριέμαι τα περί μετοχών –πώς την είπες την τράπεζα, Ηπειροθεσσαλίας; Ηπειροθεσσαλίας– και τα περί εξοχικών στο Φάληρο. Δεν μου καίγεται καρφάκι. Το μόνο που θέλω είναι ν’ αποκτήσω καινούργιο ποδήλατο.

Ο Κοκκίδης σταυροκοπήθηκε.

Αλλά ο Στέφανος πήρε το ποδήλατο. Ήταν το ’89, η νομισματική κρίση είχε μειώσει κατά είκοσι πέντε τοις εκατό τις καταθέσεις του στην Εθνική και η νηματουργία υπολειτουργούσε: αλλά δεν τον πολυπείραζε. σκεφτόταν μονάχα να πάει στο Παρίσι, να δει τη Βιομηχανική Έκθεση – δεν πήγε όμως, δεν βρήκε καιρό, τα πέρα-δώθε στην Κόρινθο του είχαν γίνει μεγάλο βάρος. Όταν είδε στην εφημερίδα περιγραφή της Έκθεσης –«πανηγυρική αναγνώριση της εργασίας των μηχανικών… Με τον Πύργον του Άιφφελ οι μηχανικοί υπερφαλαγγίζουν τους αρχιτέκτονας…»‒ ο Στέφανος ένιωσε ότι έχανε το τρένο της προόδου. φαντάστηκε τον εαυτό του να περιμένει μονάχος σ’ έναν εγκαταλελειμμένο επαρχιακό σταθμό. Ωστόσο, μέχρι το ’93 –όταν επιτέλους ολοκληρώθηκε η διάνοιξη του Ισθμού– συνέβησαν πολλά: λιμάνια επισκευάστηκαν, καινούργιοι δρόμοι χαράχτηκαν κι έγιναν μερικές μεταρρυθμίσεις. στην οδό Πανεπιστημίου εμφανίστηκε ένα τρίκυκλο αυτοκίνητο, που όμως χάλαγε συνέχεια – η χώρα μεγάλωσε κι έπειτα χρεοκόπησε.

Ο Στέφανος σκεφτόταν, Ευτυχώς που έχουν απέλθει οι γέροι θείοι μας γιατί ποιος θ’ άκουγε τη γρίνια για τον Τρικούπη – όμως, υπήρχαν καινούργιοι θείοι που καταριούνταν τον Τρικούπη κι ορκίζονταν πως ο Δηλιγιάννης θα τα ’χε βγάλει πέρα καλύτερα, πως δεν θα ’χε συμβεί η μεγάλη ξεφτίλα. Αλλά η ξεφτίλα συνέβη κι η δημόσια διοίκηση τέθηκε υπό την κηδεμονία της διεθνούς επιτροπής – στον Στέφανο φαινόταν σχεδόν αστείο: οι Έλληνες είναι σαν τους φελάχους, σκεφτόταν, δεν μπορούν να χωρίσουν δυο γαϊδουριών άχυρα.

Μεταδεδομένα

< Οικονομία > < Τρικούπης > < Τριανταφύλλου >