Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το μανδήλι της αγάπης

Ευγένιος Γ. Ζαλοκώστας, «Το μανδήλι της αγάπης (Αγροτική πρόληψις)», Αττικόν Ημερολόγιον έτους 1877 (Αθήνα 1876) σ. 10-17.
  • Η Ελλάδα μετά τον Όθωνα → Ήθη και ζωή υπαίθρου → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲▲

Το μανδήλι της αγάπης

(Αγροτική πρόληψις)


Εις μικρόν της Αττικής χωρίον, συναποτελούμενον από καλύβας και ποίμνια, του οποίου ο πλούτος είναι αι εύφοροι άμπελοι, ο τυρός και το γάλα, έστησα προς την δύσιν του ηλίου την οδοιπορικήν ράβδον του ξένου. Αλλ’ η γλυκυτέρα ανάμνησις της ημερησίας μέσω των απλών εκείνων ανθρώπων διαμονής μου αναζεί πάντοτε εν τη μνήμη μου: η απροσποίητος και φιλόξενος συμπεριφορά των.

Κατέλυσα εις του παρέδρου την οικίαν, ευσώμου και ηλιοκαούς αγρότου, γνωρίζοντος κάλλιστα να γράφει το όνομά του και να συμπληροί λογαριασμούς. Ηγάπησε πολύ εν τη ζωή ταύτη, ως έλεγε, τον οίνον, τας γυναίκας και τον χορόν. Οι αφελείς αυτοί και όλβιοι της εξοχής κάτοικοι, εις την συνάντησίν των μεθ’ ημών των αστών, αισθάνονται αείποτε την φυσικήν ημών υπεροχήν, κρατούσαν με μετρημένην συμπεριφοράν, μας βλέπουσιν ως ευδαίμονας ημάς, αφού ζώμεν εν μεγάλαις πόλεσι και αναπτυσσόμεθα υπό την ζωογόνον επήρειαν των γραμμάτων και του πολιτισμού. Άκακοι και ευτυχείς άνθρωποι! αν μας εγνώριζον, αν συνεβίουν επ’ ολίγον μεθ’ ημών.

Πλουσία τράπεζα ηπλώθη ενώπιόν μου, και ο παχύτερος αμνός εθυσιάσθη εις την φιλοξενίαν μου. Από του δροσερού υπογείου άφθονος εφέρετο διετής οίνος, και προς τιμήν, αποδιδομένην εις τους ξένους μόνον, μοι εκέρνα και μοι ήναπτε το σιγάρον η Φρόσω, η πρωτότοκος του παρέδρου κόρη. ήτο γλυκυτάτη χωρική. Δεκαεπτά μόλις χρόνων, με το ερυθρόν της φύσεως χρώμα επί των παρειών της και τον δροσερόν όλον αέρα του βουνού εις την ψυχήν. Η οσφύς της επροκάλει το αγκάλισμα, και οι γυμνοί σχεδόν πόδες της μοι ενθύμιζον τον ενθουσιώδη χορόν της Ηπείρου εις το Χάνι όπου ανεπαύετο ο αρματωλός πάππος μου, ή την βρύσιν όπου η μάμμη μου ήρδευε και ηυτύχει. Εις τους οφθαλμούς της, διέκρινα την αναλυτικότητα της ψυχής της, και ίσως ίσως το αίσθημα, όπερ ανέλυεν αυτούς εις υγρόν, το οποίον θα κατήρχετο εις δάκρυα, αν ο πατήρ της κι εγώ δεν ήμεθα εκεί.

Η οικοδέσποινα εκάθητο εις τα δεξιά μου. Γυνή μεσήλιξ αλλ’ ακμαία, διατηρούσα όλην την ζωηρότητα επί του προσώπου και της λαλιάς, εξ ης επροδίδετο ψυχή ειλικρινής και ευδαίμων. Πέντε άλλα τέκνα, ακμαία και υγιά, ως όλοι του αγρού οι άνθρωποι, συναπετέλουν τον ευτυχή οίκον του παρέδρου, εις τον οποίον εδώρει την ζωήν το βουνόν, και ο θεός την ευλογίαν του.

Υπό την ανυπόκριτον και φυσικήν των χωρικών αυτών φυσιογνωμίαν, ουδέν ποτε καλύπτεται. Λαλούσι κι έρχεται, νομίζεις, η ψυχή των εις τα χείλη, και τους γνωρίζεις όλους. Ιδού διατί τους ευλογεί ο Θεός. Σοι ανοίγουσι την ψυχήν, ως σοι ανοίγουσι και την θύραν.

—Είσθε, τοις είπα, ευτυχείς άνθρωποι. Λυπούμαι ότι τόσον ταχέως θα σας αφήσω. Ο αήρ αυτός του βουνού, ο βίος αυτός της εξοχής, μοι εμπνέουσι τόσην ζωήν, όσην μοι δωρούσι λήθην. Εστέ ευτυχείς, δεν θα σας λησμονήσω ποτέ, δεν θα λησμονήσω ότι εδώ, μόλις ολίγον των Αθηνών απωτέρω, υπάρχει εις την αγροτικήν αυτήν εστίαν σας τόση ευδαιμονία, τόση φιλόξενος αγαθότης.

—Είμεθα άνθρωποι, μοι είπεν ο χωρικός, και ημείς, και οι άνθρωποι έχουν τας πληγάς των, τα πάθη των, και τας κακίας. Αλλά δεν είναι η ώρα αυτή. Είμαι ευτυχής ότι σε εδέχθη η καλύβη μου, και ότι η αχυρίνη στρωμνή μου θ' αναπαύσει δια μίαν νύκτα το σώμα σου. Πίνω εις υγείαν σου, ξένε μου. Αύριον θα σ’ εξυπνήσω πρωί, δια να κάμωμεν μαζί τον συνήθη μου περίπατον. Σοι ετοιμάζω τι, το οποίον εις την πόλιν δεν είδες. Θα θαυμάσεις τον ήλιον ανατέλλοντα από της θαλάσσης.

Οπότε με καληνύκτισαν όλοι, κι εμείναμεν μόνοι, ο πάρεδρος κι εγώ, έλαβε το φως από της τραπέζης και με οδήγησεν εις το αναπαυτήριόν μου. Πριν μ’ αφήσει

—Αύριον, μοι είπε, θα πεισθείς ότι δεν είμεθα ευτυχείς όσον μας νομίζετε.

Κατακλιθείς επί της λευκής, αλλά ξηράς στρωμνής μου, εσκεπτόμην εις το σκότος και την σιωπήν. Τι ηδύνατο να ταράττει την απέριττον ζωήν του αγρότου μου; ποία οδύνη ηδύνατο να ενοικεί υπό την ροδίνην εκείνων και υγιά μορφήν;

Οίμοι! εις τον διαυγέστερον ρύακα θα εύρεις την ιλύν, εις το ωραιότερον ρόδον την άκανθαν, εις την απλουστέραν ψυχήν την σκιάν της δυστυχίας!

Από των σκέψεών μου μ’ εξήγειρεν ελαφρός τις θόρυβος. Λεπτόν σανίδωμα μ’ εχώριζεν από του άλλου δωματίου, από των σχισμών του οποίου διεκρίνετο το φως μυστηριώδους κανδήλας. Ψίθυρος τις, οιονεί αύρας πνοή, διέκοπτε της νυκτός την σιγήν — ήτο της κοιμωμένης Φρόσως η πνοή. Η πνοή εκείνη, το ταραχώδες ίσως όνειρον κοιμωμένου αγγέλου, εβασάνισεν επί πολύ την νεότητά μου, και μόλις ηδυνήθην να κλείσω εις ύπνον τα όμματα πέραν του μεσονυκτίου.


Λίαν πρωί μ’ εξήγειρεν ο χωρικός, καθ’ ην ώραν ακριβώς αφυπνίζει από του γλυκερού της αυγής ύπνου ζωογόνος η αύρα τα πτηνά, τα ποίμνια και την ωραίαν βοσκόν, καθ’ ην υποτρέμει της πλειάδος το συμπαθές φως, υποχωρούν εις της ημέρας την πρώτην λάμψιν, ο δε θύμος αναδίδει την ηδυτάτην του παρθενικού αρώματός του οσμήν, και ακούεται η αγροτική του χωρικού φλογέρα εν τη μυστηριώδει της θελκτικής εκείνης ώρας σιωπή.

Είναι απολύτως γοητευτική η αμφίβολος αύτη μεταξύ νυκτός και ημέρας ώρα, καθ’ ην εισπνέει όλην την ζωήν η ψυχή και θεάται υπό μαγικόν πέπλον τα πάντα το όμμα.

Ανήλθομεν δια στενωπού σκολιάς και ακανθώδους την ράχιν υψηλού βουνού, κι εκείθεν αναπαυόμενοι εισεπνέομεν την δρόσον όλην της θαλάσσης, προ ημών πέραν μεγαλοπρεπώς απλουμένης. Ενώπιον τοιαύτης ζωτικής μαγείας αγαπά τις την ζωήν θερμότερον, λησμονών της χθες τας πικρίας.

—Ο ήλιος θ' ανατείλει μετά μίαν ώραν, μοι είπεν, ακριβώς. Εντωμεταξύ θ’ ακούσεις την ιστορίαν μου. Με είπες χθες ευτυχή, την δ’ ευτυχίαν μου εννοείς συναποτελουμένην εν τη μικρά μου καλύβη, μέσω της απλής οικογενείας μου. Τοιαύτην εγνώρισα την ευτυχίαν κι εγώ, αλλ’ αυτή η γλυκυτέρα της στέγης μου χαρά, η ωραία μου Φρόσω, εδηλητηρίασε της ψυχής μου την γαλήνην, της μητρός τας ηδονικοτέρας ελπίδας.

Οι ωραίοι οφθαλμοί της κόρης μου, και η σεμνή συναναστροφή της εν τω χωρίω, εκίνησαν πολλών το ενδιαφέρον, και υπερόπτης εγώ πατήρ ηρνήθην εις όλους την χείρα της, με την ελπίδα πάντοτε ευτυχεστέρου γάμου. Όταν κανείς αγαπά πολύ, είναι τυφλός προ της ευτυχίας. Άνευ καλύβης, όπου ν’ αναπαύει το σώμα του, μη έχων επάγγελμα, γνωρίζων μόνον να τραγωδεί καλά και να κλέπτει την ευτυχίαν από ένα πατέρα, παρηκολούθει δύο ήδη έτη την Φρόσων συγχωρικός μου, με μύστακα ωραίον επί της μορφής και μ’ ελαφρότητα κατά τον χορόν εις τους πόδας. Μου εζήτησε την χείρα της κι εγέλασα, μου εμήνυσε να το σκεφθώ καλά, και τω είπα ότι η πιστόλα μου τω έχει ετοίμην την απάντησιν.

Εν τούτοις η ιστορία αυτή διεδόθη πολύ εις το χωρίον. Ηναγκάσθην να κλείσω εν τη καλύβη μου την Φρόσων, της οποίας τα δάκρυα μου εσπάρασσαν την ψυχήν. Είπον αι κακαί του χωρίου γλώσσαι ότι τον ηγάπα και η κόρη μου, αλλ’ είναι ψεύδος αυτό, αφού ουδέποτε μου το είπε, και αισθάνομαι εις τα δάκρυά της την αλήθειαν της αθωότητος όλην. Άλλωστε γνωρίζω πολύ την Φρόσων εγώ, και γνωρίζει πλιότερον τον πατέρα της εκείνη.

Μα του θεού το όνομα, μα των τέκνων μου την αγάπην, είναι πολύ σκληρόν να φαρμακεύουν ούτω του πατρός την στοργήν, τας ελπίδας, και την χαράν ολοκλήρου οικογενείας. Ήμεθα εν τω χωρίω οι ολιγαρκέστεροι και μάλλον ευτυχείς άνθρωποι, καλλιεργούντες τας αμπέλους μας, βοηθούντες τους πτωχούς, όταν ηδυνάμεθα, ουδενός εφθονήσαμεν την ευτυχίαν. Από του βουνού αυτού ανέπνεον πέρυσιν όλην την ζωήν, κι εν τη αγκάλη της οικογενείας μου όλην την ευτυχίαν. Διατί μας εφθόνησαν; διατί- κακοί άνθρωποι- μας αρπάζουν μετά της Φρόσως μας και την ησυχίαν της ψυχής ολοκλήρου μέλλοντος;

Και διεκόπη ο ατυχής πατήρ. Έκυψε την κεφαλήν, ωσεί εζήτει να συγκρατήσει οδυνηράν μνήμην, και πριν επαναρχίσει τον είδα φέροντα εις τους οφθαλμούς την χείρα.

—Ναι, ενθυμούμαι. Επάλαισα πολύ κατά της δυστυχίας της, αλλά δεν ηδυνήθην και κατά του πεπρωμένου. ενθυμούμαι. ήτο η Κυριακή του Πάσχα, και μετά το φίλημα της αγάπης σύρομεν ημείς οι απλοί τον χορόν εις τον περίβολον της εκκλησίας μας. Την ημέραν εκείνην κατά πρώτον επέτρεψα να χορεύσει και η Φρόσω μου. Ομολογώ την απερισκεψίαν μου, αλλ’ ήσαν τόσοι πολλοί εκεί, και δεν είχε προαίσθησιν κακήν η ψυχή μου. Μία ανόητος σκέψις φέρει τόσας δυστυχίας εις ένα οίκον. Δεν είδες πόσον ελαφρά χορεύει η κόρη μου. Αλίμονον! ενθουσιασθείσα εις του χορού το άσμα και τον ήχον του τυμπάνου, ελησμόνησεν εις μίαν στιγμήν το μανδήλι της, κι εις βιαίαν στροφήν το έχασε. Στρέφει, ερυθρά από εντροπήν και αγωνίαν, και μόλις είδα εγώ τότε φεύγοντα τον κλέπτην της τιμής και της ησυχίας μου. Εκένωσα κατ’ επάνω του τα δύο στόματα της πιστόλας μου, αλλά κι εδώ μ’ επρόδωσεν η τύχη.

Διεκόπη ο χωρικός, καθ’ ην στιγμήν ανέτελλεν από της κυανής εκτάσεως της θαλάσσης μεγαλοπρεπής ο ήλιος. Εις τας πρώτας ακτίνας του χρυσούν φως επεχύθη εις τας κορυφάς των βουνών, και αι σκιαί των πεδιάδων, αι άμπελοι και η θάλασσα πέραν, ανέλαβον γλυκείαν τινά λάμψιν, αντανακλώσαν εις τον οφθαλμόν το εράσμιον φως της ημέρας.

Την στιγμήν εκείνην είδα, ν’ ανακύψει ο ατυχής πατήρ, επί δε του ερυθρού προσώπου του διεχύθη γαληνιαία και ιλαρά έκφρασις.

Είναι μυστήριον αυτή η ζωή.

—Δεν είσαι, τω είπον, όσον η στοργή σου νομίζει δυστυχής διά της κλοπής ενός μανδηλίου. Δύνασαι ακόμη και πάντοτε να μεριμνήσεις περί της ευτυχίας της κόρης σου.

—Δεν μας γνωρίζεις ακόμη. Προ πολλών χρόνων, ουδείς πλέον ενθυμείται την αρχήν, υπάρχει εις το χωρίον μας η πρόληψις, κατά την οποίαν ο αρπάσας το μανδήλι μιας κόρης είναι ο νόμιμος σύζυγός της. Η χωρική, της οποίας κλέψουν το μανδήλι, δεν υπάγει ούτε εις την εκκλησίαν, ούτε εις την πανήγυριν, αν δεν υπάγει νυμφευμένη. Αι άλλαι χωρικαί, αν ζητήσει να τας πλησιάσει, θα τη στρέψουν το πρόσωπον και θα τη ειπούν «δείξε μας το μανδήλι σου λοιπόν.» Εάν δε κανείς γέρων, καθώς εγώ, πατήρ, ζητών να προλάβει άφευκτον του τέκνου του δυστυχίαν, προσφέρει εις άλλον γέροντα πατέρα τον θησαυρόν και την ευτυχίαν του όλην, αντί της προστασίας και της αγάπης καλού υιού, θα τω κλείσουν πάσαν θύραν και θα τω ειπούν: «αλλά που είναι το μανδήλι της κόρης σου;»

Αυτό σκέπτονται συναντώντες με και οι συγχωρικοί μου, αυτό μου επαναλέγει η συνείδησίς μου την νύκτα, όταν χάνω τον ύπνον μου.

Η δυστυχία μου είχε συμπληρωθεί. Καλέσας την Φρόσων τη είπα όλα αυτά, και τη εζήτησα να υποκύψει με γενναιότητα εις το πεπρωμένον. Τη έδωσα την ευχήν μου τότε, και μετ’ ολίγας ημέρας την ηρραβώνισα μετ’ εκείνου, τον οποίον δεν τη ητοίμασεν η στοργή μου, αλλ’ όστις είναι πλέον υιός μου…

Επανέφερα τόσας θλιβεράς αναμνήσεις εις τον νουν μου, διότι ήθελα να πεισθείς ότι και εις το χωρίον ακόμη δηλητηριάζει τον αέρα του βουνού η δυστυχία.

Την διήγησιν του απλού αγρότου συνεκράτησα ζωηρώς, διότι με συνεκίνησε πολύ η τρυφεροτάτη αυτή χωρική πρόληψις. Είναι επιπλέον μία σαφής ομολογία των αγνών ηθών των βιούντων εκεί, υπό τα ελεήμονα του θεού όμματα, εν τη παρθενική φύσει. Ζώσιν άνευ ανεπτυγμένης διανοίας, άνευ γνώσεως ψυχολογικής του βίου και του ανθρώπου, μέσω των βοών των και των προβάτων, με χονδρά υφάσματα επί του σώματος, αλλ’ υπό την απλήν εκείνην περιβολήν κρύπτεται ψυχή φωτεινή, με αληθή πίστιν προς τον θεόν, με γενναίαν ευσπλαγχνίαν προς τον πλησίον, με αληθή αρετήν και ανυπόκριτον αγάπην. Αποτελούν ουτωσεί, αυτοί οι μακράν ημών βιούντες, πατριαρχικήν κοινωνίαν, την οποίαν επιβλέπει ο θεός και συγκρατεί.

Η ιερότης και το μυστήριον, δια των οποίων περιβάλλουσι και αυτό το μανδήλι της αγάπης, είναι η αφετηρία, αφ’ ης δύναταί τις να μελετήσει βαθύτερα την διάνοιαν και καταλήξει εις ευτυχή και παρήγορον αλήθειαν. είναι η ακριβής συναίσθησις της απείρου και τρυφεράς ηλικίας της κόρης, την οποίαν το χωρίον περιφρουρεί διά του σεβασμού και η πρόληψις δια της ιερότητος.

Αγία αληθώς του λαού τιμή.

Μεταδεδομένα

< Γυναικείο ζήτημα > < Καθαρεύουσα > < Ύπαιθρος >