Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Λαυριακής Μετοχής Απομνημονεύματα

Άγγελος Βλάχος, «Λαυριακής μετοχής απομνημονεύματα», Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ.Ε΄, Σοκόλης, Αθήνα 1996, σ. 214, 226-227 & 233-234.
  • Η Ελλάδα μετά τον Όθωνα → Λαυρεωτικά → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲▲

Λαυριακής Μετοχής Απομνημονεύματα

(απόσπασμα)


Κυοφορηθείσα εν τη κεφαλή φιλοπάτριδος ομογενούς, ετέχθην εν εσπέρας επί των πιεστηρίων της Ε λ λ η ν ι κ ή ς Α ν ε ξ α ρ τ η σ ί α ς, και κάθυγρος έτι, αποδίδουσα την ευάρεστον εκείνην οσμήν της τυπογραφικής μελάνης, την οποίαν με διεσταλμένους τους ρώθωνας αναπνέουσι συνήθως οι σοφοί, μετεκομίσθην μετά των αδελφών μου εις μεγάλην τινά και σκοτεινήν αίθουσαν, όπου εστιβάχθημεν όλαι επί πολλών τραπεζίων, αναμένουσαι εν παντελεί ασφυξία το φως της ημέρας.

[…]

Ας φαντασθώσιν οι αναγνώσται μου ανθρώπους πάσης κοινωνικής τάξεως, παντός φύλου και πάσης σχεδόν ηλικίας —διότι και γυναίκες έτι και παίδες δωδεκαέτεις ανεμιγνύοντο εις τα ενεργά πρόσωπα της παραδόξου εκείνης πανηγύρεως— συνωθουμένους εν τη οδώ, φωνάζοντας, χειρονομούντας, μεταλλάσσοντας θέσιν μετά πυρετώδους ανυπομονησίας, και ομοιάζοντας, απλώς ειπείν, προς χορόν δαιμόνων ορχουμένων περί το πυρ της κολάσεως. ας φαντασθώσι πάντα σχεδόν τα παρόδια καταστήματα ανοικτά έτι εν προκεχωρημένη νυκτί, κατάφωτα και πλήρη ανθρώπων χρηματιζομένων και κυβευόντων. ας φαντασθώσι τα καφενεία μεταβεβλημένα εις χρηματιστήρια, τα καπνοπωλεία εις μεσιτικά γραφεία, τα χαρτοπωλεία εις εντευκτήρια πωλητών και αγοραστών. ας φαντασθώσι τέλος όλας εκείνας τας μορφάς εμψυχουμένας υπό της δίψης του χρήματος, παραμορφωμένας υπό του κερδοσκοπικού πυρετού, και φωτιζομένας οτέ μεν αμυδρώς υπό των φανών της οδού, οτέ δε φαεινότερον υπό των λαμπτήρων των ένθεν και ένθεν της οδού καταστημάτων, και θέλουσιν ίσως κατορθώσει να σχηματίσωσιν ασθενή τινα πάντως αλλά προσεγγίζουσαν εις το αληθές εικόνα της διαβολικής τύρβης, ήτις επλήρου την διασταύρωσιν των οδών Αιόλου και Ερμού κατά την εσπέραν εκείνην, ότε επέκλωσε και εις εμέ η μοίρα να γίνω μάρτυς του πρωτοφανούς δι’ εμέ θεάματος.

[…]

Το λυπηρόν θέαμα της τελευταίας σκηνής, ης παρέστην μάρτυς, η συνείδησις ότι υπήρξα και εγώ εν μέρει αφορμή δακρύων και δυστυχίας εργάτης, και υπέρ πάντα ίσως το προσβάλλον την φιλοτιμίαν μου συναίσθημα της φοβεράς μου υποτιμήσεως, ταύτα πάντα συνεκίνησαν την καρδίαν μου και εζάλισαν την κεφαλήν μου, ώστε δις ίσως και τρις εντός της ημέρας μετήλλαξα κύριον χωρίς να το εννοήσω.

Μόλις μεθ’ ημέρας, συνελθούσα κάπως εις εμαυτήν, εννόησα εκ της νέας, ικανώς κωμικής, σκηνής, εις ην παρευρέθην, ότι διετέλουν εις χείρας μικρού τινος εκ των νεοφωτίστων εκείνων μεσιτών, ους είχον εμπαίξει εν ώρα ευδαιμονίας.

Ο κάτοχός μου απετέλει μέρος παραδόξου τινός χορού, συνωθουμένου περί το σφαιριστήριον μεγάλου και ικανώς πλήθοντος καφενείου. Οι τον κυβευτικόν δ’ εκείνον όμιλον συγκροτούντες, κατηφείς συγχρόνως και αγρίας έχοντες τας όψεις, αντήλλασσον μεγαλοφώνως φράσεις πρωτακούστους εις εμέ και ακαταλήπτους, και ηγωνίζοντο τις πρώτος να πωλήσει ως ημιλλώντο άλλοτε τις ν’ αγοράσει περισσότερον του άλλου.

Πού ο πάταγος εκείνος, ο προ δύο μηνών, ο πυρετώδης και πλήρης ζωής! πού αι συμμιγείς εκείναι κραυγαί των απλήστων αγοραστών, ας ήκουον εν ευφροσύνη τα ωτά μου! πού το εύθυμον εκείνο και πλήρες ελπίδων πλήθος, το θυσιάζον υπέρ ημών και τον έσχατον αυτού οβολόν!

Πομφόλυγες ήσαν —φαίνεται— αι ελπίδες των και διερράγησαν, καπνός ην το πλήθος και διελύθη.

Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ’ εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας αλλοκότους ταύτας φράσεις:

—Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην.

—Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός.

—Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον.

—Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι’ αύριον.

—Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.

—Πουλώ εις την διάθεσίν μου είκοσι κομμάτια, με δεκαέξ το έν εμπρός διά μεθαύριον το πρωί.

—Πουλώ με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός, εις την διάθεσιν του αγοραστού!

Εκ των φράσεων τούτων, και άλλων πολλών ομοίων, αίτινες ανεμιγνύοντο αδιακόπως εις τα εκφωνήσεις των υπηρετών του καφενείου, διατασσόντων «ένα λουκούμι»! ή «ένα βαρύν και γλυκύν»! ουδέν άλλο εννόησα, ή τούτο μόνον, ότι πολλοί ήσαν πωληταί, ολίγοι δε αγορασταί.

Μετ’ ολίγον ήκουσα και τον κάτοχόν μου, εις ου το θυλάκιον μονήρης και τεθλιμμένη εθρήνουν σιγά το παρελθόν μου μεγαλείον, αναφωνήσαντα.

—Μία μόνη μου έμεινε! την ξεκάμνω εις τα δεκατέσσαρα και μισό!

Α! πόσον βαθέως επίκρανε την ψηχήν μου η λέξις εκείνη: ξ ε κ ά μ ν ω!

Τοσούτον λοιπόν άχρηστον και οχληρόν σκεύος είχα καταντήσει, ώστε ευτυχία ελογίζετο η απαλλαγή μου;

Ουδέποτε ευαίσθητος αλλ’ άσχημος δεσποινίς, παρηγκωνισμένη εις γωνίαν τινά της αιθούσης χορού, ησθάνθη μεγαλυτέραν ταπείνωσιν και λύπην, όσην εγώ την στιγμήν εκείνην εν τω θυλακίω του χονδροειδούς και ρυπαρού μου κατόχου, ούτε θερμοτέραν ευγνωμοσύνην προς τον καλούντα αίφνης αυτήν χορευτήν, όσην εγώ προς τον πλησιάσαντα εις τον πωλητήν μου κοντόν και παχύν βρακοφόρον, και ειπόντα μετ’ ευμενούς και απλοϊκού μειδιάματος.

—Φέρ’ την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζω στην τύχην της κόρης μου.

Μεταδεδομένα

< Σάτιρα > < Οικονομία >