Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ο ληστής Αγγελόγιαννος

Γεώργιος Δροσίνης, «Ο ληστής Αγγελόγιαννος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ.Ζ΄, Σοκόλης, Αθήνα 1997, σ. 131-135.
  • Η Ελλάδα μετά τον Όθωνα → Ληστοκρατία → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο ληστής Αγγελόγιαννος

(απόσπασμα)


«Δεκατρία χρόνια σφαλούνε στις έξι Νοεμβρίου φέτος από τη βραδιά εκείνη. Ήμουν χωροφύλακας στη μοιραρχία Τριχωνίας και αποσπασμένος με τον εισπράχτορα γύριζα έξω στα χωριά. Η ληστεία τότε είχε σηκώσει κεφάλι και ο κόσμος ήταν άνω κάτω. λίγες μέρες πριν είχαν πιάσει στο Ζαπάντι έναν καπνέμπορο. Τα μεταβατικά τούς βάρεσαν και σκότωσαν ένα, τον Κατσίκη. έλεγαν πως λαβώθηκε κι ο Αγγελόγιαννος, μα δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν ζωντανόν. Τον πήραν οι άλλοι λησταί στον ώμο ή τρύπωσε στο δάσος κατά το Πλατανόρρεμα; Κανείς δεν ήξερε. Οι στρατιώται έφαγαν τον τόπο ακολουθώντας τα αίματα —γιατί ήτον προκηρυγμένο το κεφάλι του δύο χιλιάδες— μα του κάκου, του κάκου…

Εκείνο το βράδυ —έξι Νοεμβρίου του εξήντα πέντε— ήρθαμε με τον εισπράχτορα τον κυρ Μελέτη στη Σπολάιτα. Ήτον κρύο διαβολεμένο. ο ουρανός συννεφιασμένος κι έριχνε ψιλό ψιλό νερόχιονο. Κονέψαμε στο σπίτι του Λάμπρου Γκίκα, πρώτου νοικοκύρη στο χωριό, και στεγνώναμε τα βρεμένα ρούχα μας κοντά σε μια γερή φωτιά καρτερώντας το δείπνο. Εκεί, μπαίνει μέσα ένας άλλος νοικοκύρης του χωριού μεσόκοπος άνθρωπος, —ο Μίλτος Κεραμίδης— είχε γυναίκα απ’ το Καρπενήσι και τον γνώριζα λιγάκι. «—Καλησπέρα» «—Καλησπέρα…» «—Κυρ εισπράχτορα, λέει, καλά είσαι του λόγου σου εδώ, να πάρω τον Καρακίτσο στο σπίτι εγώ. είναι και της γυναίκας μου πατριώτης, να τα πούμε απόψε, σαν έλαχε να περάσει από δώθε…» Ο εισπράχτορας λέει: «—Ο Καρακίτσος υπηρεσία δεν έχει ως αύριο το πρωί, ελεύθερος είναι να κάνει ό,τι θέλει».

Σαν εφτάσαμε στο σπίτι του Μίλτου, σφάλησε καλά την πόρτα και μου λέει στ’ αυτί:

—Καλή τύχη σ’ έφερ’ απόψε στη Σπολάιτα.

—Τι θες να πεις;

—Σουτ!… ξέρω το γιατάκι του Αγγελόγιαννου. Είναι λαβωμένος στο δεξί μερί κι οι συντρόφοι του τον άφησαν ολομόναχο. Άμα γίνει νύχτα βαθειά, οι δυο μας θα πάμε να τον βαρέσωμε σα λαγό στο γιατάκι του. Σουτ!… χίλιες δραχμές στο κεμέρι ο καθένας…

Μου φάνηκε σαν ν’ άνοιξαν τα ουράνια μπροστά μου και πήγα να φιλήσω τον Μίλτο!… χίλιες δραχμές για το πουγγί ενός χωροφύλακα ήτον κάτι. χώρια η τιμή και το γαλόνι!

Ο Μίλτος δεν είχε αρσενικά παιδιά, μόνον μια κόρη, την Κατερίνα, δεκαφτά χρονών λυγερή, όμορφη σαν το κρύο νερό. Η κυρά Μίλταινα ήτον σε μια συμπεθέρα της που κοιλοπόναγε. το κορίτσι ετοίμασε το φαΐ. Μα, να πω την αλήθεια, ούτε φαΐ, ούτε κρασί ένιωσα εκείνο το βράδυ, ο νους μου ήταν στις χίλιες δραχμές και στο γαλόνι του υπενωματάρχη.

[…]

Κουκουλωμένοι με τις κάπες απ’ το κεφάλι βγήκαμε απ’ αγάλι αγάλι στα σκοτεινά. Έβρεχε ολοένα. άλλο δεν ακουόταν παρά η βροχή πόπεφτε πιτσιλιστά στα κεραμίδια και στις πέτρες. Ο Μίλτος πήγαινε μπροστά, εγώ από κοντά. Πήραμε ένα κατηφορικό μονοπάτι, ύστερα λοξέψαμε μες στα ρουμάνια. Ο Μίλτος κοντοστάθηκε. ζύγωσα κοντά σου.

—Φτάσαμε, μου λέει σιγαλά στ’ αυτί. εδώ πίσω απ’ τα μεγάλα λιθάρια, στη Σπηλιά του Λύκου είναι χωμένος. Θα ζυγώσουμε σκυφτοί ο ένας πλάι στον άλλον με σηκωμένα τα τουφέκια. Αν πάρει χαμπάρι και ρίξει πρώτα αυτός, θα τραβήξωμε και οι δυο απάνω στη φωτιά. Αν δεν πάρει χαμπάρι, ρίξε άμα ρίξω.

Καθώς το είπε γίνηκε. ανασήκωσα τον λύκο του τουφεκιού πατώντας το σκαντάλι για να μην κάνει κρότο και με το τουφέκι επί σκοπό ακολουθούσα τον Μίλτο. Αυτός πήγαινε στα δεξιά μου με μικρά και κομμένα βήματα. Ξάφνου πάτησ’ ένα ξερό κλαρί και τσακίστηκε. Πριν προφτάσω να πω του Μίλτου πως κάτι σαν να σαλεύτηκε απ’ τον κρότο μες στο σκοτάδι, μπαμ! Ακούω δίπλα μου, μπαμ! τραβώ κι εγώ ίσα εμπρός.

Ο Μίλτος ευθύς σαν άδειασε το τουφέκι ρίχτηκε με το χαντζάρι. Είχε υποψία μήπως ο ληστής δεν έμεινε στον τόπο και μας βαρέσει. Με μιας βρέθηκα κι εγώ κοντά του. Με το πόδι μου πάτησα ένα κορμί σωριασμένο κάτω και τυλιγμένο στην κάπα. Ο Μίλτος το χτυπούσε στα τυφλά. Το κλώτσησα και κύλησε σαν ασκί.

—Μη σκουριάζεις άδικα το μαχαίρι, του λέω, είναι κουφάρι πια…

Έβρεχε ολοένα. Ο Μίλτος είχε πάρει στο σελάχι του δαδί πισσωμένο. Στον κόρφο της κάπας του τσακμάκησε και τ’ άναψε. Εγώ καρτέραγα με το πόδι απάνω στον σκοτωμένο και το δίκαννο πιστόλι στο χέρι γυρισμένο κατά πάνω του. Άμα σάλευε θα του φύτευα δυο βόλια — μα οι πεθαμένοι δε σαλεύουν πια παρά σα βρικολακιάσουν.

Ο Μίλτος σκυφτός ζύγωσε το αναμμένο δαδί και ανασήκωσε την κάπα…

Παναγία Προυσιώτισσα! Το κουφάρι που είχαμε μπροστά μας δεν ήταν του Αγγελόγιαννου- ήτον … ήτον της Κατερίνας, της κόρης του. Ο δύστυχος πατέρας μ’ ένα μουγκρητό, σα λαβωμένο βόδι, έπεσε απάνω στ’ άψυχο και ματωμένο κορμί. το δαδί σβήστηκε στη βρεμένη γη.

[…]

Κοντά χάραζε όταν έφθασε πρώτο ένα από τα παιδιά που πήγε στη σπηλιά κι έφερε τρία χαμπάρια: πως η Κατερίνα είναι σκοτωμένη απ’ το βόλι που την πέρασε κατάκαρδα κι έχει και πέντε μαχαιριές, πως ο Μίλτος έχασε τα λογικά του, και πως έπιασαν ζωντανό τον Αγγελόγιαννο λίγο παρακεί απ’ τον τόπο που σκοτώθηκε η κόρη του Μίλτου.

Σε λίγο ήρθαν κι οι άλλοι. Έφεραν τη δυστυχισμένη Κατερίνα σηκωτή και την άφησαν χάμου στη μέση του σπιτιού της. Ο ληστής, δεμένος, χλωμός απ’ την πληγή, έσκυφτε το κεφάλι κάτω κι εκοίταζε τ’ άψυχο κορμί. Αυτός ο φονιάς, το θηρίο, είχε δάκρυα στα μάτια. Όταν τον ηύραν, δεν έφερε καμιάν αντίσταση, πέταξε μόνος του τ’ άρματα απ’ το σελάχι, σταύρωσε τα χέρια και είπε:

-Τώρα σκοτώστε με, αδέλφια!

Άλλη αρχή δεν ήτον στο χωριό. τον παράδωσαν στον πάρεδρο και σ’ εμένα. Τον ρωτάω:

—Μωρέ, πώς βρέθηκε το κορίτσι στον τόπο σου;

Μου αποκρίνεται ξάστερα:

—Σαν μ’ άφησαν οι σύντροφοί μου λαβωμένον, έλεγα πως θα πεθάνω σα σκυλί μες στη σπηλιά. Πέρασα μια μέρα και μια νύχτα χωρίς φαΐ και νερό. καρτέραγα τον Χάρο να με λυτρώσει και δυο τρεις φορές έβαλα το κουμπούρι στο στόμα, μα πάλι δείλιασα- κάλλια να μη δείλιαζα! Ξάφνου ακούω περπάτημα τη δεύτερη αυγή έξω απ’ τη σπηλιά. Θα φωνάξω, λέω, κι ό,τι γίνει ας γίνει. Στη φωνή μου την ξεψυχισμένη αποκρίνεται τρομαγμένη φωνή κοριτσιού. Εκεί που πρόσμενα να ιδώ το Χάρο να μου πάρει τη ζωή, βλέπω την Κατερίνα που ήρχουνταν να μου δώσει ζωή. Στην αρχή φοβήθηκε, μα σε λίγο αναθάρρεψε. μου ‘φερε φαΐ, νερό, πανί για τη λαβωματιά μου και κάτι αλοιφές απ’ το χωριό. Ήρχουνταν κάθε μέρα και μ’ έβλεπε σαν πήγαινε στη στάνη. Με συμπόνεσε στ’ αλήθεια η δύστυχη! Τη νύχτα σήμερα, ό,τι σφάλησα τα μάτια, ακούω το σημάδι της Κατερίνας, δυο λιθάρια να χτυπούν το ’να τ’ άλλο τρεις φορές και πάλι τρεις. Κατάλαβα πως κάτι κακό μήνυμα φέρνει τέτοιαν ώρα με τέτοιον καιρό. —Για το Θεό, μου λέει, φεύγα και χάθηκες. Ο πατέρας μου σε ξέρει πως είσ’ εδώ και θα ‘ρθει απόψε μ’ έναν χωροφύλακα να σου πάρουν το κεφάλι. —Να φύγω; Πώς να φύγω, που δεν μπορούσα να σείσω το ποδάρι. Αυτή μ’ ανασήκωσε στα χέρια και μ’ έσυρε όσο μπορούσε μακριά απ’ τον τόπο που ήμουν. Γύρισε στη σπηλιά να πάρει ό,τι έμειν’ εκεί δικό μου για να μην το βρουν σημάδι…

Ενώ μου ‘λεγε αυτά με τρεμάμενη φωνή ο λαβωμένος ληστής, ανοίγει μεμιάς η πόρτα και μπαίνει ο Μίλτος. Ποτέ δε θα ξεχάσω την όψη του. Τα μάτια άγρια, τα μαλλιά σηκωμένα, τα γένια του, τα χέρια του, τα ρούχα του ματωμένα απ’ το αίμα της κόρης του. Ήτον τρελός τέσσερις μήνες. Ύστερα γίνηκε καλά, μα του ’μεινε πάντα μια υποχοντρία, ώσπου πέθανε ύστερα από δυο χρόνια με τ’ όνομα της Κατερίνας στο στόμα. Εμένα με λύτρωσε ο Θεός από το βάρος που θα είχα στη συνείδησή μου. Το δικό μου βόλι είχε πάρει μόνον το μανίκι της κάπας. — Η Κατερίνα σκοτώθηκε απ’ το χέρι του πατέρα της.»

Μεταδεδομένα

< Ληστές >