Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Οι σαλτιμπάγκοι

Γιώργος Κοτανίδης, Οι σαλτιμπάγκοι, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 299-303.
  • Υποδοχή της Αμαλίας → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Οι σαλτιμπάγκοι

(απόσπασμα)


Η επόμενη μέρα ήταν αφιερωμένη στην υποδοχή του βασιλικού ζεύγους και ιδιαίτερα της Αμαλίας. Ήρθαν να τους υποδεχτούν και από τα γύρω χωριά, τα Μεσόγεια, την Ελευσίνα, τα Μέγαρα, ακόμα και από την Πελοπόννησο και τα νησιά. Ήταν 3 Φεβρουαρίου, μια μέρα ηλιόλουστη που έδινε στην Αθήνα την ξεχωριστή λάμψη που έχουν οι Αλκυονίδες μέρες. Ο αττικός ουρανός, ντυμένος στο έντονο γαλάζιο χρώμα του, έδειχνε την εύνοιά του στη νεαρή Αμαλία, αλλά και στον Όθωνα που επέστρεφε φέρνοντας μια όμορφη βασίλισσα και ένα μέλλον για τη δυναστεία. Νωρίς το πρωί η βασιλική ακολουθία ήταν παραταγμένη στο κατάστρωμα του «Πόρτλαντ» και οι ναύτες παρουσίαζαν όπλα. Η οργή του Λάιονς δεν εμπόδισε τον πλοίαρχο του αγγλικού πολεμικού να προσφέρει στο βασιλικό ζεύγος τις πρέπουσες τιμές.

Ο Άρμανσπεργκ, ο Φρέι, οι ξένοι πρεσβευτές και οι κακομοιριασμένοι πάρεδροι που είχε διορίσει ο Άρμανσπεργκ ως δημοτική αρχή παρατάχτηκαν στην αποβάθρα πλαισιωμένοι από στρατιωτικό άγημα. Γύρω είχε συγκεντρωθεί αρκετός κόσμος, όμως υπήρχαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που εμπόδιζαν το πλήθος να πλησιάσει. Στις εννιά, το βασιλικό ζεύγος βγήκε στη στεριά.

Η Αμαλία φορούσε ένα λευκό μεταξωτό φόρεμα με ουρά και λευκό καπέλο από ταφτά με λευκά φτερά, που άφηνε να φαίνονται τα πλούσια καστανά μαλλιά της. Το πρόσωπό της φάνταζε πανέμορφο και αλαβάστρινο όπως και τα χέρια της, η βασίλισσα ήταν μια συμφωνία στα λευκά. Ήταν γεμάτη χάρη, ομορφιά και μεγαλείο, δεν είχαν ξαναδεί τέτοια γυναίκα στην Αθήνα. Αντί για κόκκινο χαλί, είχαν στρώσει όλη την αποβάθρα με κλαδιά ελιάς, απολύτως ακατάλληλα για ένα μακρύ φόρεμα. Δίπλα της ο Όθων φορούσε την αγαπημένη του μακριά φουστανέλα, χρυσοποίκιλτο γιλέκο, ασημένιες πιστόλες, χωμένες σταυρωτά στο ζωνάρι, και το σπαθί του. Χαμογελούσαν και οι δύο αυθόρμητα, πράγμα που έκανε την παρουσία τους ακόμα πιο θελκτική. Το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας απέπνεε αισιοδοξία, πράγμα που είχε θετικό αντίκτυπο στους υπηκόους.

Τη στιγμή που η Αμαλία πατούσε το πόδι της στην αττική γη, το στρατιωτικό άγημα άρχισε τους κανονιοβολισμούς και η φρεγάτα «Πόρτλαντ» απάντησε. Η βασίλισσα τρόμαξε, το φόρεμά της μπερδεύτηκε στα κλαδιά της ελιάς και παραλίγο να σωριαστεί. Ευτυχώς ο Όθων την κράτησε από το μπράτσο και το πλήθος άρχισε να χειροκροτεί αυθόρμητα και να φωνάζει «Ζήτω η βασίλισσα», «Ζήτω ο βασιλεύς».

Οι διορισμένοι δημοτικοί πάρεδροι πρόσφεραν στην Αμαλία μια μεγάλη κουκουβάγια, που ήταν το σύμβολο της Αθήνας, όπως είχε γίνει και με τον Όθωνα όταν πρωτοήρθε στην πόλη. Είχαν δέσει τα νύχια της με γαλανόλευκες μεταξωτές κορδέλες, σύμβολο των εθνικών χρωμάτων. Αφού δέχτηκαν τα καλωσορίσματα των κυβερνητικών αρχών, η Αμαλία ανέβηκε σε μια μεγάλη άμαξα με τέσσερα άσπρα άλογα. Δίπλα της κάθισε η μεγάλη κυρία των τιμών Αγγλίδα Γουίλις και απέναντί της, ο υπασπιστής του βασιλιά Σκαρλάτος Σούτσος. Ο Όθων καβάλησε τον Αίολο, το αγαπημένο του καφετί άλογο, στάθηκε δίπλα στην άμαξα και η πομπή ξεκίνησε. Πίσω, σε δυο ακόμα άμαξες με πολυτελή επένδυση, ακολουθούσαν οι Γερμανίδες κυρίες της τιμής, οι καμαριέρες και οι ράφτρες της Αμαλίας και μετά, ο Άρμανσπεργκ, ο Φρέι, οι πρέσβεις και άλλοι επίσημοι.


Στον Κεραμεικό, που ήταν το σημείο της επίσημης υποδοχής, το πλήθος ήταν εντυπωσιακό και η πομπή σταμάτησε σε μια μεγάλη αψίδα διακοσμημένη με μαιάνδρους και άνθη που έγραφε, Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ. Μπροστά ήταν παραταγμένες οι μαθήτριες του παρθεναγωγείου Χιλ και, λίγο πιο πίσω, ο φιλέλληνας φρούραρχος των Αθηνών Βικέντιος Πίζα, οι στρατιωτικές και διοικητικές αρχές και το διχασμένο συμβούλιο της επικρατείας. Ήταν όμως και ο πρώην δήμαρχος Ανάργυρος Πετράκης και το δημοτικό συμβούλιο με τον Μακρυγιάννη επικεφαλής. Είχαν αποφασίσει να παραστούν στην υποδοχή αγνοώντας την κατάργηση του Άρμανσπεργκ, τώρα είχε απολυθεί εκείνος. Ήταν ακόμα, ο Κολοκοτρώνης, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης με την Ελέγκω και τα παιδιά τους και πολλοί άλλοι αγωνιστές και αξιωματικοί. Στα ελάχιστα σπίτια που υπήρχαν γύρω, είχαν σκαρφαλώσει πολλοί νέοι για να έχουν καλύτερη θέα της πομπής. Όλοι κρατούσαν κλαδιά δάφνης, ελιάς και φοίνικα.

Σκαρφαλωμένοι σε μια στέγη ήταν και ο Θεόδωρος Ορφανίδης με τον Ξενοφώντα Αλκαίο και τους υπόλοιπους ηθοποιούς που έτρεξαν να δουν τη βασίλισσα και όχι μόνο… Ανάμεσα στις αντιπροσωπείες που περίμεναν το βασιλικό ζεύγος, ήταν τρεις πανέμορφες δεσποινίδες ντυμένες στα λευκά με γαλάζιες κορδέλες να πέφτουν από τα μαλλιά τους: η Ρόζα Μπότσαρη, η Ελένη και η Αγγελική Λιανοσταφίδα. Ο Ορφανίδης φυσικά είχε τα μάτια καρφωμένα στη Ρόζα.

Μόλις έφτασε η πομπή, οι μαθήτριες του παρθεναγωγείου Χιλ άρχισαν να τραγουδούν ένα όμορφο τραγούδι, που τα λόγια του τα είχε γράψει ο Ραγκαβής και τη μουσική ο Άσερ, ο μαέστρος της στρατιωτικής μπάντας των Βαυαρών. Είχαν κάνει πρόβες και το τραγούδησαν θαυμάσια προκαλώντας μεγάλη ευχαρίστηση στη βασίλισσα και τον βασιλιά. Ύστερα, η μικρή μαθήτρια Κλεοπάτρα Λιδωρίκη απήγγειλε ένα ποίημα και πρόσφερε στην Αμαλία κλαδιά ροδιάς γεμάτα κατακόκκινα ρόδια, και αυτή της έδωσε ένα φιλί. Οι τρεις δεσποινίδες γονάτισαν μπροστά της και της πρόσφεραν ανθισμένα κλαδιά από τη μοναδική αμυγδαλιά της Αθήνας που τόλμησε να ανθίσει τόσο νωρίς. Η Αμαλία τούς έδωσε από ένα φιλί, λέγοντας «Ευχαριστώ, αγαπώ την Ελλάδα, είμαι ευτυχισμένη που βρίσκομαι εδώ», με αρκετά καθαρή προφορά. Μέσα στην απόλυτη ησυχία που έκανε ο κόσμος ώστε να μη χαθεί καμιά λέξη της βασίλισσας, ακούστηκε η φωνή του Ορφανίδη γεμάτη ενθουσιασμό:

«Είναι πανέμορφη, ωραιότερη απ’ όλες».

«Όντως, αποκτήσαμε μια πανέμορφη βασίλισσα», απάντησε ο Αλκαίος αποσπώντας την επιδοκιμασία όλων τριγύρω.

Έγινε μια μικρή παύση, και μετά ο Ορφανίδης ξαναμίλησε έχοντας στη φωνή του έναν τόνο ενόχλησης.

«Εννοούσα τη Ρόζα».

«Αμάν, μας έπρηξες με τη Ρόζα, τουλάχιστον να σου έδινε σημασία!» διαμαρτυρήθηκε ο Μπάστας, που ήταν πίσω του και του έριξε μια σφαλιάρα κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να χρειαστεί ολόκληρη προσπάθεια για να κρατηθεί. Ύστερα γύρισε και κοίταξε αγριεμένος τον Μπάστα, έτοιμος να αρπαχτεί, αλλά ο Αλκαίος τον έπιασε απ’ το χέρι και τον συγκράτησε.

Ο δημοτικός πάρεδρος Άγγελος Γέροντας, απηύθυνε σύντομο χαιρετισμό, την προσφώνηση όμως εκ μέρους της πόλεως των Αθηνών τη διάβασε η Αγγελική Λιανοσταφίδα και ο κόσμος τη χειροκρότησε. Αμέσως ακούστηκε ένα σάλπισμα και ένας αυλικός με βροντώδη φωνή ανήγγειλε ότι ο βασιλιάς θα απευθύνει το διάγγελμά του. Ο Όθων άρχισε να το διαβάζει, ενώ ο αυλικός επαναλάμβανε δυνατά.

«Έλληνες! Μετά εννεάμηνον απουσίαν, καθ’ ην η ευδαιμονία της κοινής ημών πατρίδος ήτο το αντικείμενον των ευχών και των διαλογισμών μου, επέστρεψα πάλιν εν τω μέσω ημών. Σας έφερα βασίλισσαν, νέον εχέγγυον μέλλοντος λαμπρού και ευδαίμονος, το οποίον υπό την προστασίαν του Θεού έχω σταθεράν θέλησιν να σας προετοιμάσω. Θεία θελήσει θα είμαι ο πρώτος μιας μακράς γενεάς βασιλιάδων. Το μόνον που ζητώ από υμάς είναι να μοι ανταποδώσετε την εμπιστοσύνην ην τρέφω και εγώ προς υμάς…»


Το διάγγελμα συνέχιζε στον ίδιο τόνο, παντού η επίκληση του Θεού, ελέω του οποίου θα συνέχιζε να κυβερνά, πουθενά μια λέξη για σύνταγμα και κράτος δικαίου. Ο Μακρυγιάννης και όσοι περίμεναν μια αλλαγή κατεύθυνσης κούνησαν το κεφάλι απογοητευμένοι, και αντάλλαξαν βλέμματα.

Μεταδεδομένα

< Κοτανίδης > < Αθήνα > < Βασιλιάς >