Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Μάγκας

Π. Σ. Δέλτα, Μάγκας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1991, σ. 139-144.
  • Τα πολεμικά γεγονότα του 1822 → Πρώτη πολιορκία Μεσολογγίου → Νεοελληνική Λογοτεχνία

Μάγκας

(απόσπασμα)


ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Στο Μεσολόγγι, είπε η Γιαγιά, πήγε ο Μανόλης στην αρχή της πρώτης πολιορκίας, τον Οκτώβριο του 1822, με τον Μάρκο Μπότσαρη, που μαζί του συγγένευε. Οι Τούρκοι κατέβαιναν να το πάρουν με δυο μεγάλους αρχηγούς, τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη. Για να κερδίσουν καιρό και να προφθάσουν να μαζέψουν τις σκόρπιες δυνάμεις τους, οι Έλληνες αρχηγοί είχαν στείλει έναν τους, τον Βαρνακιώτη, μ΄ εντολή ν΄ αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, τάχα πως σκέπτονται να παραδοθούν.

Είχε παραγγελιά ο Βαρνακιώτης να σύρει τα πράματα, ώσπου να ετοιμαστούν αυτοί για την αντίσταση. Μα ο Βαρνακιώτης, που δυστυχώς ζούλευε τους άλλους αρχηγούς ή, χειρότερα, ήθελε πλούτη, καλοπέραση και χρυσάφι, σαν πήγε στον Ομέρ Βρυώνη, πρόδωσε τους συντρόφους του, και προσκύνησε τον Τούρκο, καταστρέφοντας έτσι το σχέδιο και βάζοντας το Μεσολόγγι σε κίνδυνο να πέσει στα χέρια του εχθρού με την πρώτη προσβολή. Αποκαρδιωμένοι, νομίζοντας τα πάντα χαμένα, σκόρπισαν τότε οι αρχηγοί στα βουνά. Δυο όμως παλικάρια, που το ΄λεγε περισσότερο η καρδιά τους, και που έβαλαν τον πατριωτισμό τους πάνω απ΄ όλα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Μπότσαρης, ορκίστηκαν να σώσουν το Μεσολόγγι ή να πεθάνουν.

Κλείστηκε ο Μαυροκορδάτος μέσα στους μισογκρεμισμένους τοίχους της πόλεως, έβγαλε από μέσα όλα τα γυναικόπαιδα, που ήταν στόματα περιττά, και τα έστειλε στην Πελοπόννησο, μάζεψε γύρω του όλους τους άντρες, πήρε από τα γειτονικά χωριά όσα κοπάδια και τροφές βρήκε, και βιαστικά άρχισε να ξαναχτίζει τα χαλασμένα οχυρώματα.

—Και οι Τούρκοι τον άφηναν; ρώτησε ο Λουκάς.

—Δε θα τον άφηναν, βέβαια, και θα κατέστρεφαν το Μεσολόγγι, και θα έσφαζαν ως τον τελευταίο Χριστιανό, αποκρίθηκε η Γιαγιά. Μα ενόσω, μέσα, οχύρωνε ο Μαυροκορδάτος το Μεσολόγγι, ο Μάρκος Μπότσαρης με 600 Σουλιώτες είχε βγει στα βουνά. Σκοπός του να σταματήσει τον Κιουταχή. Αυτές είναι από τις ηρωικότερες σελίδες της Επαναστάσεως, και να τις θυμάστε, παιδιά μου. Άκουσα τον καπετάν–Μανόλη να τις διηγείται, και να τρέμει ακόμα η φωνή του και να ηλεκτρίζεται όλος, μόνο που αναπολούσε κείνες τις μέρες.

—Και τον σταμάτησε, Γιαγιά, τον Κιουταχή; ρώτησε η Άννα, ανυπόμονα.

—Δεν τον σταμάτησε, παιδί μου, αφού κατέβηκε αυτός και πολιόρκησε το Μεσολόγγι. Αλλά τον χασομέρησε για τέσσερα ολόκληρα ημερόνυχτα, και άφησε καιρό στον Μαυροκορδάτο να οργανώσει την αντίσταση.

—Μπράβο του! Αναφώνησε μ΄ ενθουσιασμό η Άννα.

—Ναι, μπράβο του! Είπε η Γιαγιά. Αλλά ν΄ ακούσεις τι εστοίχισε το χασομέρι του Κιουταχή. Ανάμεσα στους 600 που πολέμησαν με τον Μάρκο Μπότσαρη, ήταν και ο μικρός τότε, δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών, Μανόλης. Μου διηγήθηκε ο ίδιος πώς κατόρθωσε να βγει από το Μεσολόγγι με τον Μάρκο Μπότσαρη, και να πιάσουν τις κλεισούρες. Και άλλοι αρχηγοί είχαν προσπαθήσει πρωτύτερα να σταματήσουν τον εχθρό. Μα μπρος στα αμέτρητα πλήθη των Τούρκων υποχώρησαν. Και πολλοί σκόρπισαν στα βουνά. Τότε αποφάσισε να βγει ο Μάρκος Μπότσαρης. Μαζί του ζήτησε να βγει και ο Μανόλης. Μα του το αρνήθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης, λέγοντας πως ήταν ακόμα μικρός για τέτοια κουραστική όσο και επικίνδυνη επιχείρηση. Καθώς λοιπόν, το σούρουπο, βγήκε ο Μάρκος Μπότσαρης με τους 600, χώθηκε και ο μικρός ανάμεσα στους στρατιώτες, και, τυλιγμένος μέσα σε μια κάπα, πέρασε απαρατήρητος. Ανάμεσα στους 600 Σουλιώτες ήταν κι ένας παπάς. Τους πήρε όλους ο Μπότσαρης, τους οδήγησε στο Κεφαλόβρυσο, βόρεια από τη λίμνη της Τριχωνίας, κι εκεί ετοιμάστηκαν για να πεθάνουν.

Σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες, που, πριν βγουν στη μάχη, καλλωπίζουνταν για να κατέβουν καλοντυμένοι και καθαροί στον Άδη, αν τους έπαιρνε ο Χάρος, έτσι και οι 600 Σουλιώτες στολίστηκαν για τον θάνατο. Γδύθηκαν, πλύθηκαν στην πηγή, φόρεσαν ό,τι πολυτιμότερα είχαν, έλουσαν και χτένισαν τα μακριά μαλλιά τους, που οι Σουλιώτες τ' άφηναν να πέφτουν ως τους ώμους χωρίς να τα κόβουν, και αρματωμένοι, έτοιμοι πια για το θάνατο, στάθηκαν όλοι στη σειρά. Τότε σίμωσε ο παπάς με τον σταυρό, τους ξεμολόγησε, τους έδωσε την ευχή του, τους μετάλαβε. Και όλοι, μαζί και ο Μάρκος Μπότσαρης, έδωσαν τον όρκο της αδελφοποιήσεως. Έλεγε ο καθένας: «Η ζωή μου ζωή σου, και η ψυχή μου ψυχή σου», δηλαδή έδιναν όρκο να πεθάνουν ο ένας για τον άλλο, ως τον τελευταίο, αλλά να μη φύγει κανένας.

Και τότε όλοι αλληλοφιλήθηκαν. Στο φίλημα απάνω, αναγνώρισε ο Μάρκος Μπότσαρης τον μικρό εξάδελφό του. Μια στιγμή κοντοστάθηκε.

—«Εδώ είσαι, παλιόπαιδο;» του λέγει χαμηλόφωνα. Και τον αρπά στο στήθος του και τον φιλεί.

Ο μικρός, που περίμενε ξύλο, πήγε να τα χάσει. Έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του αρχηγού του.

—«Άφησέ μου την τιμή να πεθάνω κοντά σου», παρακάλεσε.

Και να ήθελε τώρα ο Μάρκος Μπότσαρης, δεν μπορούσε πια να τον διώξει, μιας και είχε δοθεί ο όρκος της αδελφοποιήσεως.

—«Εμπρός λοιπόν», του είπε. «Μη φοβηθείς μόνο, μη λιγοψυχήσεις. Γιατί θα σε σκοτώσω.»

Και δείχνοντάς του τους λόγους πίσω από τους οποίους στέκουνταν οι Τούρκοι:

—«Από δω είναι ο θάνατος», πρόσθεσε.

Και τωόντι, κανένας δεν ήλπιζε να γλιτώσει και να ξαναδεί το Μεσολόγγι.

Από τα ξημερώματα άρχισε το τουφεκίδι. Από τον Ανατολικό, που όπως το λέγει τ ‘ όνομά του, είναι ανατολικά από τη Λιμνοθάλασσα και από το Μεσολόγγι, ο Μαυροκορδάτος και οι δικοί του έβλεπαν μακριά, σαν αστραπές, τις φλόγες των τουφεκιών, άκουαν τη βροντή της μάχης. Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε αποφασίσει τη ζωή του να τη δώσει. Το ίδιο και οι σύντροφοί του. Σα λεοντάρια ρίχνουνταν στους Τούρκους, επιτίθουνταν στα πλευρά τους, τους έκοβαν τη φόρα προς το Μεσολόγγι, και τους υποχρέωναν να σταματήσουν, να υποχωρήσουν, τους βαστούσαν άγρυπνους μέρα-νύχτα, στιγμή ησυχίας δεν τους άφηναν. Τους είχαν αλαλιάσει.

Τέσσερα ημερόνυχτα τους βάσταξαν έτσι. Οι Τούρκοι όμως ήταν πολλοί, οι δικοί μας λίγοι. Κάθε μάχη τους δεκάτιζε, τα φυσίγγιά τους τελείωναν, ένας–ένας έπεφτε. Στο τέλος, μια χούφτα πια έμειναν, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς μπαρούτι, αφανισμένοι από την κούραση και την αγρυπνιά.

Μου διηγήθηκε ο μπαρμπα-Μανόλης πώς, μισοπεθαμένος από την πείνα και την εξάντληση, πληγωμένος και γεμάτος αίματα, είχε ξαπλωθεί σ΄ ένα χαντάκι για να πεθάνει. Πώς τον είδε ο Μάρκος Μπότσαρης, και με όλη του την κούραση, τον φόρτωσε στη ράχη του. Και μου είπε, πώς τη νύχτα, μπήκε στο Μεσολόγγι με τους τελευταίους άντρες του.

Είχε βγει ο Μάρκος Μπότσαρης με 600 Σουλιώτες. Ξαναγύρισε με είκοσι δύο, και ο Μάρκος Μπότσαρης είκοσι τρεις. Όλοι οι άλλοι είχαν πέσει.

[…]

Τους είδαν λοιπόν οι Μεσολογγίτες, που κατάφθαναν, 23 σκιές, στα χαρακώματα, διηγήθηκε η Γιαγιά, σκονισμένοι, αιματωμένοι, μαύροι από το μπαρούτι, αγριεμένοι από την κούραση και τη δίψα και τους άνοιξαν και τους έμπασαν στα προχώματα, όπου ήλθαν κι έπεσαν σαν πτώματα. Ούτε να μιλήσουν πια δεν είχαν δύναμη.

Και όμως, μόλις παρουσιάστηκαν οι Τούρκοι, αυτές οι ίδιες σκιές, τ΄ ατρόμητα παλικάρια, βρέθηκαν πάνω στα προχώματα, πρώτοι πάλι και καλύτεροι, έτοιμοι να ξαναχύσουν το αίμα τους για να σώσουν τη χώρα.

—Και την έσωσαν, Γιαγιά; ρώτησε η Άννα.

—Και βέβαια την έσωσαν, αποκρίθηκε ο Λουκάς, που ήξερε και αυτός ιστορία. Βέβαια την έσωσαν. Και όταν έφθασαν οι Τούρκοι, και ζήτησαν από τον Μάρκο Μπότσαρη να τους παραδώσει το Μεσολόγγι, εκείνος τους αποκρίθηκε: «Ελάτε να το πάρετε». Δεν είναι έτσι, Γιαγιά;

—Ναι. Τους είπε: «Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε!» επαναλαμβάνοντας, ύστερα από χιλιάδες χρόνια, το αθάνατο «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.

—Και ο Μαυροκορδάτος; Πού ήταν; ρώτησε η Λίζα.

—Ήταν μέσα στο Μεσολόγγι. Και ήταν και άλλοι αρχηγοί. Μα οι Τούρκοι είχαν τόση εμπιστοσύνη στο λόγο του Μάρκου Μπότσαρη, που δεν είχε πει ποτέ ψέματα, ώστε είχαν ζητήσει με αυτό να συνθηκολογήσουν. Εκείνος όμως έσυρε τις διαπραγματεύσεις, τάχα πως θα παραδώσει τη χώρα. Ως την ώρα που ήταν πια έτοιμοι, και τότε έγραψε στους Τούρκους:

«Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε.»

Μεταδεδομένα

< Πολεμική σκηνή > < Τούρκοι > < Δέλτα > < Μεσολόγγι >