Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Κανάρης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Κανάρης» στο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β’ Ποιήματα και Πεζά, Ίκαρος, Αθήνα 1981, σ. 210-211.
  • Τα πολεμικά γεγονότα του 1822 → Η ανατίναξη της ναυαρχίδας από τον Κανάρη → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Κανάρης


Τη νύχτα που παράδερνες μ’ ένα δαυλί στο χέρι
κι εσπιθοβόλεις κεραυνούς κι έφεγγες σαν αστέρι,
όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα,
τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα.
αν, όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
μέσα στη μαύρη τη σπηλιά του Καραλή του σκύλου,
κανένας μάντης σόλεγεν ότι θα να ’λθει ώρα
να ιδείς, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
πόρευ’ ετοιμοθάνατη. ότ’ ήθελες φωτίσει
μ’ αυτό τ’ αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση.
ότι θα γένεις ζωντανή του γένους σου σημαία.
ότι θα πας μακρά μακρά να φέρεις βασιλέα,
και χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλει,
Κανάρη, στ’ απροσκύνητο, καθάριο σου κεφάλι.
ότι, πριν πέσεις καταγής, θα σου δοθεί κι η χάρη
να ιδείς να λάμψει ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
όπου εβασίλευε παλιό, κατάπυκνο σκοτάδι.
ότι ένα γένος σύψυχο του λάκκου σου τον Άδη
θα εδρόσιζε με κλάματα, οπού θα ν’ αναβράνε
μέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια σου κι αθάνατα θα να ’ναι.
ότι θα σκύψει ξίσκεπος εμπρός στα λείψανά σου
να σε φιλήσει εγκαρδιακά, Κανάρη, ο Βασιλιάς σου –
αν ένας μάντης τα ’λεγε, ποιος ήθε’ τον πιστέψει;…
Μόνος εσύ, που γνώριζες ότ’ είχανε φυτέψει
βαθιά βαθιά στα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου,
βοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
την πίστη την ακλόνητη στου έθνους σου την τύχη…
Αυτή, Κανάρη, σόβαψε τον σιδερένιο πήχη
κι έδωσε στο καράβι σου χίλια φτερά να τρέχει…
Σήμερα ποιος την έχει;…

Αχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ’ είδ’ ακόμα
συγνεφιασμένον, κάτασπρον στο φτωχικό σου στρώμα,
σαν κοιμισμένη θάλασσα σε ταπεινό ακρογιάλι,
όπ’ ονειρεύεται κρυφά καμιάν ανεμοζάλη
για να μουγκρίσει φοβερά… και σήμερα κουφάρι!
Έγειρα τότ’ εφίλησα τ’ ανδρεία σου, Κανάρη,
τα λιοκαμένα δάχτυλα, κι ένιωσα κάθε ρόγα
πόβραζε μέσα κι έλαμπε με την παλιά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα. μόδωκες την ευχή σου,
μου τίμησες το μέτωπο μ’ ένα θερμό φιλί σου,
και μου ’πες, λιονταρόκαρδε: «Μην κλαις, δε θα πεθάνω,
πριν ξανανιώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω.»

Κι απέθανες! κι εσβήστηκες!… Τα ριζιμιά κι οι βράχοι
δε σκιάζονται γεράματα, και στου βουνού τη ράχη
ολόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
και μάχεται με τα στοιχειά… Κι εσύ, κι εσύ, Κανάρη,
που ’λθες στη γη θεόχτιστος, κι οπόταν εθεωρούσε
το χιόνι στο κεφάλι σου κανείς, π’ ασπροβολούσε,
επίστευεν ότ’ έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
με την αθανασία του, με την παλικαριά του,
εσύ σωριάζεσαι μεμιάς;… Μέσα στα χώματά σου
θα καταπιάσει ηφαίστειο ή θα σβηστεί η φωτιά σου;…

Κατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
να ’ν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, να ’ν’ η ζωή μας στείρα.

Μεταδεδομένα

< Τούρκοι > < Πολεμική σκηνή > < Ποίηση >