Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄλλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄλλος, , -ο, Λατ. alius, I. 1. άλλος, κάποιος άλλος εκτός, ἄλλος μέν..., ἄλλος δέ..., ο ένας, ο άλλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄλλος τις ή τίς ἄλλος, κάποιος άλλος, ποιος άλλος· οὐδεὶς ἄλλος, κανείς· εἴ τις ἄλλος, Λατ. si quis alius, οποιοσδήποτε άλλος. 2. επαναλαμβανόμενο, ἄλλος ἄλλο λέγει, κάποιος λέει κάτι, κάποιος άλλος κάτι άλλο, δηλ. διαφορετικοί άνθρωποι λένε διαφορετικά πράγματα· ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο, σε Ξεν.· λείπουσι τὸν λόφον ἄλλοι ἄλλοθεν, στον ίδ.· βλ. ἀλλαχῇ. 3. ἄλλος καὶ ἄλλος, ένας ή δύο· ἄλλο καὶ ἄλλο, ένα πράγμα μετά το άλλο, στον ίδ. 4. μαζί με το άρθρο, ὁ ἄλλος, ο άλλος· στον πληθ., οἱ ἄλλοι (Ιων. ὧλλοι), όλοι οι υπόλοιποι, όλοι οι άλλοι· Λατ. ceteri· τὰ ἄλλα, συνηρ. τἆλλα ή τἄλλα, Λατ. cetera, reliqua και όχι alia· οἵ τε ἄλλοι καί..., και όλοι οι άλλοι και..., δηλ. κυρίως. 5. με αριθμητικά, ακόμη, επιπλέον, πέμπτος ποταμὸς ἄλλος, ακόμα και ένας πέμπτος ποταμός, σε Ηρόδ.· με υπερθ., ὀϊζυρώτατος ἄλλων, ο πιο αξιολύπητος από τους άλλους, σε Ομήρ. Οδ. II. σπανίως όπως το ἀλλοῖος, άλλου είδους, διαφορετικός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μερικές φορές όπως ο συγκρ. με γεν., ἄλλα τῶν δικαίων, άλλα παρά δίκαια, σε Ξεν.· ακολουθ. από το ἤ..., όταν προηγείται αρνητικό, οὐδὲνἄλλο, ἤ..., τίποτα άλλο από..., σε Ηρόδ. κ.λπ.