Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄκρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄκρον, -ου, τό (ουδ. του ἄκρος), I. το υψηλότερο ή απώτατο σημείο· 1. βουνοκορφή, κορυφή, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ακρωτήρι, αιγιαλός, παράκτια έκταση, κάβος, σε Ομήρ. Οδ. 3. τέλος, τέρμα, εσχατιά, έπακρον, σε Πλάτ.· ἄκρα χειρῶν, τα χέρια, σε Λουκ. II. 1. μεταφ., ύψιστος βαθμός, ύψος, σε Πίνδ.· εἰς ἄκρον, υπερβολικά, σε Θεόκρ.· τὰ ἄκρα τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τις υψηλές θέσεις, αξιώματα στους υψίστους άνδρες, σε Πλάτ.· ἄκρα φέρεσθαι, για να κερδηθεί το βραβείο, σε Θεόκρ. 2. λέγεται για πρόσωπα, Ἄργεος ἄκρα, οι πιο αρχαίοι, παλαιοί άρχοντες του Άργους, στον ίδ.