Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄεργος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-εργός, -όν (*ἔργω), αυτός που δεν εργάζεται, οκνηρός, ράθυμος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ἀεργοὶ δόμοι, αργές κατοικίες, δηλ. σπίτια όπου κατοικούν άνθρωποι οκνηροί, αργοί, σε Θεόκρ.· πρβλ. Αττ. ἀργός.