Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄελπτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄελπτος, -ον I. 1. = ἀελπτής, σε Ομηρ. Ύμν.· ἐξ ἀέλπτου, απροσδόκητα, σε Ηρόδ.· παρομοίως και ἐξ ἀέλπτων, σε Σοφ. 2. πέραν κάθε ελπίδας, απελπισμένος, απεγνωσμένος, σε Σόλωνα II. Ενεργ., απελπιστικός, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. III. επίρρ. -τως, ανέλπιστα, Λατ. insperato, στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ευρ.