Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμφιβαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμφι-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, I. 1. περιδιαβαίνω, περιπατώ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. δρασκελίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως δρασκελίζω πεσμένο φίλο που έχει πέσει στη μάχη ώστε να τον προστατέψω, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, λέγεται για πολιούχους θεότητες, προστατεύω, στο ίδ. II. περιβάλλω, περικαλύπτω με αιτ., νεφέλη σκόπελον ἀμφιβέβηκε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με δοτ., νέφος ἀμφιβέβηκε νηυσίν, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν, στο ίδ. κ.λπ.