Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τροπή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τροπή, (τρέπω), γύρισμα· I. 1. τροπαὶ ἠελίοιο, τα ηλιοστάσια, δηλ. τα χρονικά διαστήματα στα μέσα του καλοκαιριού και του χειμώνα, Λατ. solstitium και bruma, όταν ο ήλιος φαίνεται να στρέφεται και να τέμνει την εκλειπτική τροχιά. Στον Ομηρ. οι τροπαί ἠελίοιο, δηλώνουν κάποιο σημείο στον ουρανό, πιθ. προς τα δυτικά, σε Ομήρ. Οδ.· τροπαὶ θεριναί και χειμεριναί, σε Ηρόδ., Αττ.· όταν η λέξη τροπαὶ χρησιμοποιείται μόνη της, αναφέρεται κυρίως στο χειμερινό ηλιοστάσιο, περὶ ἡλίου τροπάς (ενν. χειμερινούς), σε Θουκ. 2. αλλαγή, μετατροπή = μεταβολή, σε Αισχίν., Πλούτ. 3. τροπαὶ λέξεως, μεταβολή λόγου για σχήματα ή τρόπους (τρόποι), σε Λουκ. II. τρέψιμο σε φυγή, ήττα εχθρού, τροπήντροπάς) τινος ποιεῖν ή ποιεῖσθαι, τρέπω κάποιον σε φυγή, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· τροπὴ γίγνεται, σε Ηρόδ.· ἐν τροπῇ δορός, κατά την ήττα την οποία επιφέρει το δόρυ, σε Σοφ.