Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στεῖνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στεῖνος, -εος, τό (στείνω), I. στενός, στενόχωρος, περιορισμένος χώρος, στενό πέρασμα, στένωμα, σε Όμηρ.· στεῖνος ὁδοῦ, σε Ομήρ. Ιλ. II. γενικά, πίεση, δυσκολία, στενοχώρια, ταλαιπωρία, σε Ομηρ. Ύμν.· σωφρονεῖν ὑπὸ στένει (και στένος), αποκτώ σοφία, σύνεση από τα παθήματά μου, σε Αισχύλ.