Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προνωπής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-νωπής, -ές (πρό, ὤψ, με το ν να παρεμβάλλεται), 1. αυτός που σκύβει προς τα εμπρός, αυτός που έχει το κεφάλι γερμένο, Λατ. pronus, στείχει προνωπής, λέγεται για κάποιον σε βαθιά κατάθλιψη, σε Ευρ.· προνωπής ἐστι, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, στον ίδ.· ομοίως, προνωπὴς λαβεῖν, την κράτησε καθώς έπεφτε λιπόθυμη προς τα εμπρός, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., κυρτός, επιρρεπής, έτοιμος, πρόχειρος, προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν, σε Ευρ.