Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μηδείς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μηδείς, μηδε-μίᾰ, μηδ-έν (δηλ. μηδὲ εἷς, μηδὲ μία, μηδὲ ἕνI. 1. και μήτε ένας, συγγενές προς το οὐδείς όπως το μή προς το οὐ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σπανίως στον πληθ., σε Ξεν. 2. μηδὲ εἷς· όταν γράφεται έτσι δεν αποσιωπάται στην προφορά ποτέ, ούτε στην Αττ., διατηρώντας την πρώτη εμφατική σημασία, μήτε κανένας, και συχνά υπήρχε ανάμεσα ένα μόριο, όπως μηδ' iν εἷς, ή μία πρόθ. μηδ' ἐξ ἑνός, μηδὲ περὶ ἑνός, κ.λπ., σε Πλάτ. II. κανείς, ένα τίποτε, καλός για το τίποτε, ὁ μηδείς, σε Σοφ.· πληθ., οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας, στον ίδ.· ομοίως, μηδέν ή τὸ μηδέν συχνά ως ουσ., μηδενικό, τίποτε, στον ίδ.· μηδὲν λέγειν, λέω ό,τι είναι μηδενικής αξίας, σε Ξεν.· τοῦμηδενὸς ἄξιος, σε Ηρόδ.· ἐς τὸ μηδὲν ἥκειν, σε Ευρ.· λέγεται και για πρόσωπα, τὸ μηδέν, καλός για το τίποτε, μηδαμινός, τὸ μηδὲν εἶναι, λέγεται για ευνούχο, σε Ηρόδ.· τὸ μηδὲν ὄντας, σε Σοφ. III. το ουδ. μηδέν ως επίρρ., καθόλου, με κανέναν τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.