Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λακτίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λακτίζω, Αττ. μέλ. λακτιῶ, παρακ. λελάκτῐκα (λάξ1. κτυπώ με τη φτέρνα ή με το πόδι, κλωτσώ, σε Ομήρ. Οδ.· φλὸξ αἰθέρα λακτίζουσα, φλόγες μαστιγώνουν τον ουρανό, σε Πίνδ.· κραδία φόβῳ φρένα λακτίζει, η καρδιά μου ριγεί από φόβο, σε Αισχύλ.· τὸν πεσόντα λακτίσαι, να πατήσει πάνω σ' αυτόν που έχει πέσει, στον ίδ.· τὴν θύραν λακτίζω, κτυπώ την πόρτα, σε Αριστοφ.Παθ., ὑπὸ ἵππου λακτισθείς, σε Ξεν. 2. απόλ., «κλωτσώ», παλεύω, χαροπαλεύω, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Ομήρ. Οδ.· παροιμ., λακτίζω πρὸς κέντρα, σε Πίνδ., Αισχύλ., κ.λπ.