Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατηρεφής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατ-ηρεφής, -ές (ἐρέφω), 1. στεγασμένος καλά, θολωτός, επικρεμάμενος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· κ. πέτρος, λέγεται για σπηλιά, σε Σοφ.· λέγεται για δέντρα, πυκνόφυλλος, σε Θεόκρ.· κ. πόδα τιθέναι, έχω καλυμμένο το πόδι μου, λέγεται για την Αθηνά Παλλάδα της οποίας ο χιτώνας πέφτει πάνω στο πόδι της όταν κάθεται, αντίθ. προς το ὀρθὸν πόδα κ., όταν περπατά, σε Αισχύλ. 2. καλυμμένος με κάτι, με δοτ., σπέος δάφνῃσι κατηρεφές, σκιασμένος με δάφνες, καλυμμένος με αυτές, σε Ομήρ. Οδ.· τύμβῳ κ., δηλ. θαμμένος, σε Σοφ.· επίσης με γεν., καλυμμένος με ή από κάτι, σε Ευρ.