Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰκός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰκός, Ιων. οἰκός, -ότος, τό, I. 1. μτχ. ουδ. του εἶκα ή ἔοικα, που μοιάζει στην αλήθεια, δηλ. πιθανό, εύλογο, λογικό, Λατ. verisimile, σε Τραγ. 2. ως ουσ. εἰκός, τό, πιθανό ή εύλογο, τὰ οἰκότα, τα εύλογα, σε Ηρόδ.· κατὰ τὸ εἰκός, σύμφωνα με αυτό που είναι φυσικό, εύλογο, σε Θουκ.· ἐκ τοῦ εἰκότος, στο ίδ.· ἤν γ' ἐρωτᾷς εἰκότ', εἰκότα κλύεις, σε Ευρ. II. λογικό, δίκαιο, σωστό, σε Θουκ.