Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίκη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δίκη[ῐ], , I. συνήθεια, έθος, έξη, αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, αυτή είναι η φύση των θνητών, σε Ομήρ. Οδ.· ἡγὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων, στο ίδ.· αιτ., δίκην ως επίρρ., κατά τη συνήθεια, όπως, κατά τον τρόπο, με γεν., δίκην ὕδατος, σε Αισχύλ., Πλάτ. II. 1. δίκαιο που εξαρτάται από έθιμο, καλή συνήθεια, τάξη, αρμονία, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. δίκη ἐστί, όπως το δίκαιόν ἐστι, σε Αισχύλ.· δίκῃ, δικαίως, προσηκόντως, ορθά, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· κατὰδίκην, σε Ηρόδ.· μετὰ δίκης, σε Πλάτ.· πρὸς δίκης, σε Σοφ. III. κρίση, γνώμη, απόφαση, δίκην εἰπεῖν, βγάζω απόφαση, ετυμηγορώ, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., δίκαιες κρίσεις, σε Όμηρ. IV. 1. μετά τον Όμηρ., κάθε δικαστική ενέργεια, κυρίως, ιδιωτική έγκληση ή δίκη, αντίθ. προς γραφή (δημόσια καταγγελία ή αυταπάγγελτη δίωξη), σε Πλάτ. κ.λπ. 2. εκδίκαση της υπόθεσης, πρὸ δίκης, σε Θουκ. 3. ποινή που κατακυρώνεται από το δικαστή, πρόστιμο, δίκην τίνειν, ἐκτίνειν, σε Ηρόδ., Σοφ.· δίκην ή δίκας διδόναι, τιμωρούμαι, υπόκειμαι σε τιμωρία, Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ., Αττ.· δίκας δοῦναι, επίσης, να υποβληθούν σε δίκη, σε Θουκ.· το δίκας λαμβάνειν, μερικές φορές, = δ. διδόναι, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Δημ.· αλλά συνήθως, όπως το Λατ. sumere poenas, επιβάλλω ποινή, παίρνω εκδίκηση, λαβεῖν δίκηνπαρά τινος, στον ίδ.· επίσης, δίκας ή δίκην ὑπέχειν, υποβάλλομαι σε δίκη, σε Ηρόδ., Σοφ.· δίκην παρέχειν, σε Ευρ.· δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος, υφίσταμαι τιμωρία, σε Πλάτ.· δίκην φεύγειν, είμαι ο κατηγορούμενος στη δίκη (αντίθ. προς το διώκειν, είμαι ο κατήγορος), σε Δημ.· δίκας αἰτέειν, αξιώνω αποζημίωση, τινός, για κάτι, σε Ηρόδ.· δίκην τίσασθαι, βλ. τίνω II· δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' αλλήλων, λέγεται για υποτελείς πόλεις-κράτη, των οποίων οι υποθέσεις εκδικάζονταν στα δικαστήρια της ηγεμονικής πολιτείας, στον ίδ.· δ. δοῦναι καί δέξασθαι, υποβάλλουν τις διαφορές σε ειρηνική διευθέτηση, σε Θουκ.