Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βέλτερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βέλτερος, , -ον, ποιητ. συγκρ. του ἀγαθός, καλύτερος, περισσότερο διαπρεπής· βέλτερόν (ἐστι), είναι καλύτερο (απρόσωπη έκφραση που συντάσσεται με απαρ.)· με απαρ. και δοτ. προσωπική, σε Όμηρ., Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· από όπου, υπερθ. βέλτατος, , -ον, στον ίδ. (πιθ. από την ίδια ρίζα με το βούλομαι).