LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπο-γράφω[ᾰ]"
- ὑπο-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, I. 1. γράφω κάτω από επιγραφή, συμπληρώνω ή προσθέτω σ' αυτήν, σε Θουκ.· ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαί με, έχοντας προσθέσει (στην κατηγορία) ότι..., σε Δημ. — Μέσ., φέρνω πρόσθετη κατηγορία εναντίον του, σε Ευρ. 2. υπογράφω, βάζω υπογραφή — Μέσ., ὑπογράφω τὰς καταβολάς, υπογράφω κι έτσι γίνομαι εγγυητής, σε Δημ. 3. γράφω καθ' υπαγόρευση, σε Πλούτ. II. γράφω γραμμές κάτω από, δηλ. σχηματίζω τα ίχνη των γραμμάτων για να γράψουν πάνω σε αυτά τα παιδιά, σε Πλάτ.· μεταφ., νόμους ὑπογράφω, σχεδιάζω νόμους ως οδηγούς δράσης (στην ζωή), στον ίδ. 2. σχεδιάζω ένα γενικό περίγραμμα, διατυπώνω σε γενικές γραμμές, Λατ. adumbrare, στον ίδ. κ.λπ. III. ὑπογράφειν ή ὑπογράφεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, το βάψιμο κάτω από τα βλέφαρα, σε Λουκ.

