Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἑταιρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἑταιρέω, μέλ. -ήσω (ἑταίρα), κρατώ συντροφιά, κάνω παρέα, συναναστρέφομαι, εκδίδομαι, λέγεται για εταίρες, σε Αισχίν. κ.λπ.