Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπο-διοπομπέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-διοπομπέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ. (ἀπό, Διός, πομπή), αποτρέπω επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον Δία, εξορκίζω, σε Πλάτ.