LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμέργω"
- ἀμέργω[ᾰ], μέλ. -ξω, κόβω με δρεπάνι ή σύρω, Λατ. decerpo, σε Σαπφώ, σε Ευρ. — Μέσ., κόβω για τον εαυτό μου, σε Θεόκρ.