Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀήρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀήρ[ᾱ], ἀέρος, σε Όμηρ. ἀήρ, ἠέρος, και (ἄημι1. το κατώτερο στρώμα του αέρα, η ατμόσφαιρα, ο αέρας που περιβάλλει τη γη, αντίθ. προς το αἰθὴρ που είναι ο καθαρός ανώτατος αέρας (βλ. σε Ομήρ. Ιλ. Ξ 288, όπου υψηλή πεύκη, πεύκο· μακροτάτη πεφυυῖα δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν)· απ' όπου· ομίχλη, σκοτάδι· περὶ δ' ἠέρα πουλὺν ἔχευεν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠέρα μὲν σκέδασε, στο ίδ.· πρβλ. ἠέριος, ἠεροειδής. 2. γενικά, αέρας, σε Σοφ. κ.λπ.· ἀέρα δέρειν (πρβλ. το Λατ. verberat auras του Βιργ.), σε Κ.Δ.